H ακυρότητα των όρων του καταστατικού που επιβάλλουν αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία στην Γενική Συνέλευση για την εκλογή ή ανάκληση μελών του Διοικητικού Συμβουλίου
Ένα από τα συνηθισμένα πρακτικά ζητήματα που ανακύπτουν κατά την λειτουργία μιας ανώνυμης εταιρείας είναι η εκλογή ή η αντικατάσταση ή η ανάκληση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. Τίθεται δε το ερώτημα αν μπορεί το καταστατικό να προβλέψει αυξημένα ποσοστά απαρτίας και πλειοψηφίας στην Γενική Συνέλευση για την λήψη τέτοιου είδους απόφαση. Στο εξαιρετικά σημαντικό αυτό ζήτημα, η κρατούσα άποψη δέχεται πως στην περίπτωση αποφάσεων για την εκλογή και ανάκληση ή αντικατάσταση των μελών Διοικητικού Συμβουλίου, η απαιτούμενη κατά νόμο συνήθης απαρτία και πλειοψηφία δεν είναι επιτρεπτό να αυξηθεί με ρήτρα του καταστατικού. Μια τέτοια ρήτρα θεωρείται άκυρη, ακριβέστερα μη δεσμευτική, ως προς τα επιπλέον των συνήθων αξιούμενα ποσοστά για τους ακόλουθους λόγους:
(α) Ρήτρα του καταστατικού που απαιτεί μεγαλύτερη από τη συνήθη απαρτία και πλειοψηφία αντίκειται στην αναγκαστικού χαρακτήρα αρχή του μετακλητού των διοικητών της ανώνυμης εταιρείας (X. Λιβαδάς σε Ευαγγ. Περάκη, Το Δίκαιο της ανώνυμης εταιρείας άρθρο 19 ΙΙΙ 1 αρ. 12, σελ. 925, Αντωνόπουλος Δίκαιο Α.Ε. και Ε.Π.Ε. σελ. 367, Μουζούλα εις ΔικΑΕ, τόμος 3, 2000, 19 αρ. 14). Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ανακαλούνται ελεύθερα από τη γενική συνέλευση (βλ. ιδίως ΑΠ 907/1998 ΕΕμπΔ 1998, 798, ΕφΑθ 2232/1978 ΕλλΔνη 1978, 283). Ο κανόνας αυτός είναι δημοσίας τάξεως και ένας εκ των θεμελιωδών κανόνων του δικαίου της Α.Ε. (Πασσιάς παρ. 497 δ. 499, 501, Σπ. Μούζουλας στο ΔικΑΕ, β΄ έκδ. 2001, άρθρο 18 αρ. 85 σελ. 73). Λόγω του ότι η παρ. 2 του άρθρου 19 είναι αναγκαστικού δικαίου, το δικαίωμα ανάκλησης δε δύναται να περιοριστεί (Αντωνόπουλος, ΔΕΕ 2003, 1289, ΑΠ 907/1998 ΕΕμπΔ 1999, 743 επ. όπου επισημαίνεται μεταξύ άλλων ότι το δικαίωμα της γενικής συνέλευσης να ανακαλεί ελεύθερα τα μέλη του Δ.Σ. «δεν υπόκειται σε περιορισμούς είτε αυτοί καθιερώνονται ευθέως είτε εμμέσως, υπό το μορφή επιζήμιων συνεπειών σε περίπτωση ασκήσεώς του, και αν ακόμη έχουν συμφωνηθεί», ΕφΘεσσαλ 855/2007 ΧριΔ 2008, 159, ΜΠρΑθ 1552/2003 ΔΕΕ 2003, 641). Ο νομοθέτης ανέθεσε στην ελεύθερη κρίση των μετόχων της γενικής συνέλευσης να αξιολογούν και να κρίνουν το συμφέρον της εταιρείας ώστε αν τα μέλη του Δ.Σ. έχουν μια αντίληψη εταιρικού συμφέροντος διαφορετική από αυτή της πλειοψηφίας των μετόχων, να ανακαλούνται. Το δικαίωμα ανάκλησης διαμορφώθηκε έτσι σε απόλυτο δικαίωμα με την έννοια ότι η άσκησή του ανήκει στην αποκλειστική και απόλυτη ελευθερία της Γενικής Συνέλευσης. Το περιεχόμενο λοιπόν των άρθρων 19 παρ. 2 του ν. 2190/1920 (και παλαιότερα του 31 ΕΝ) είναι η εξασφάλιση στη Γενική Συνέλευση των μετόχων του δικαιώματος, κατ’ ελεύθερη κρίση, να αφαιρεί απρόσκοπτα και χωρίς περιορισμούς, την εξουσία διαχείρισης και εκπροσώπησης του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου, να αφαιρεί δηλαδή από αυτόν την ιδιότητα του μέλους του εταιρικού οργάνου και να παύει αμέσως την οργανική του εξουσία (Ν. Ρόκας, Αι συνέπειαι της ανακλήσεως των μελών του διοικητικού συμβουλίου ανωνύμου εταιρίας, ΕΕΔ 1971, IV 1.α σελ. 7 και 8). Από τη στιγμή που αποκρούεται εν όψει του άρθρου 19 παρ. 2 του ν. 2190/1920 (31 ΕΝ), η πρόβλεψη αυξημένης απαρτίας και πλειοψηφίας για την ανάκληση, αποκρούεται αυτή κατ’ ανάγκη ως μάταιη και προκειμένου για το διορισμό συμβούλων : σύμβουλοι εκλεγέντες με τα τυχόν υψηλότερα ποσοστά θα ήταν δυνατόν να ανακληθούν αμέσως εν συνεχεία με κοινή απαρτία και πλειοψηφία. Ότι συνεπώς ισχύει για την ανάκληση ισχύει και για την εκλογή μελών του διοικητικού συμβουλίου.
(β) Η καθόλου οργάνωση και δομή της ανώνυμης εταιρίας στηρίζεται επί του γεγονότος ότι η γενική συνέλευση εκλέγει το διοικητικό συμβούλιο με πλειοψηφία. Παρεμβολή δυσχερειών στη λήψη αποφάσεως με αξίωση αυξημένης απαρτίας και πλειοψηφίας θα ματαίωνε την ανάδειξη διοικήσεως και συνεπώς θα σταματούσε επί τόπου την λειτουργία της εταιρείας και την επίτευξη των σκοπών αυτής (Λουκόπουλος ΕΕμπΔ 1978, 642, 644). Η ρήτρα αυτή μετατρέπει την ανώνυμη εταιρία σε είδος προσωπικής εταιρείας, πράγμα που την εκφυλίζει ως θεσμό και παραλύει την ύπαρξη και λειτουργία της. Ο μετριασμός του κεφαλαιουχικού και σωματειακού στοιχείου της εταιρείας προς όφελος της μειοψηφίας ουσιαστικά οδηγεί την εταιρεία σε παράλυση από την μειοψηφία. Το πρόβλημα δεν δύναται να επιλυθεί με την προσφυγή στην διάταξη του άρθρου 69 ΑΚ αφού αυτό προσφέρει προσωρινή μόνο λύση. Όρος συνεπώς του καταστατικού που βελτιώνει την θέση της μειοψηφίας οδηγεί σε συνδιοίκηση της εταιρίας από την μειοψηφία και ανατρέπει τη δομή και οργάνωση του θεσμού.
(γ) Όρος του καταστατικού που απαιτεί αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία αντίκειται στη δημοσίας τάξεως διάταξη του άρθρου 18 παρ. 3 του ν. 2190/1920 σύμφωνα με την οποία «το καταστατικό δύναται να ορίσει ότι ορισμένος μέτοχος ή μέτοχοι δύνανται να διορίσουν μέλη του διοικητικού συμβουλίου, ουχί όμως πέραν του ενός τρίτου του προβλεπομένου συνολικού αριθμού αυτών …». Με τη διάταξη αυτή ο νομοθέτης ρυθμίζει ειδικά το θέμα της εκπροσώπησης της μειοψηφίας στο διοικητικό συμβούλιο, η δε ειδική αυτή ρύθμιση επικρατεί της γενικής του άρθρου 29 παρ. 5 του ν. 2190/1920.
(δ) Η αύξηση της απαιτούμενης πλειοψηφίας στα 2/3 του μετοχικού κεφαλαίου αλλοιώνει την αρχή της αναλογίας των μετοχικών δικαιωμάτων (άρθρο 30 παρ. 1 εδ. β του ν. 2190/1920) αφού για τον διορισμό της διοίκησης της εταιρείας δεν επαρκεί πλέον το μέτρο της κεφαλαιακής απόλυτης πλειοψηφίας. Συγχρόνως παρότι τυπικά ισχύει ο κανόνας της ισότητας των μετοχών (άρθρο 34 ΕΝ και 30 παρ. 1 εδ. β του ν. 2190/1920) μειώνεται η αξία των μετοχών της πλειοψηφίας και αυξάνει η αξία των μετοχών της μειοψηφίας (που μπορεί να είναι και ελάχιστες), αφού ενόψει της ανάγκης για σχηματισμό αυξημένης πλειοψηφίας οι τελευταίες καταλήγουν να έχουν την ίδια εξουσία καθορισμού της διοίκησης της εταιρείας όπως και οι πρώτες (μετοχές πλειοψηφίας).
(ε) Οι περιορισμοί του καταστατικού ως προς το απαιτούμενο ποσοστό πλειοψηφίας δεν μπορούν να καταλήγουν ουσιαστικά σε διορισμό μέρους των υποψηφίων συμβούλων από έναν μέτοχο, άσχετα από τη συμμετοχή του στο μετοχικό κεφάλαιο, διότι τότε η πρόβλεψη του καταστατικού προσκρούει στον δημόσιας τάξης κανόνα του άρθρου 18 παρ. 3-5 του ν. 2190/1920.
Το εν λόγω κρίσιμο ζήτημα έκρινε ad hoc ο Άρειος Πάγος με την με αρ. 1987/1986 απόφασή (ΝοΒ 1987, 1233) : «Επομένως για την εκλογή, ανάκληση ή αντικατάσταση των μελών του Δ.Σ. απαιτείται η συνήθης ως άνω απαρτία και πλειοψηφία. Και ναι μεν κατά τη διάταξη της § 5 του ως άνω άρθρου29 το καταστατικό της Α.Ε. «δύναται» να ορίσει και «άλλες αποφάσεις» για τη λήψη των οποίων να απαιτείται η καταστατική ανωτέρω απαρτία και πλειοψηφία, όμως με τη γενική αυτή διατύπωση, στις «άλλες» δηλ. αυτές αποφάσεις, δεν περιλαμβάνεται και το θέμα της εκλογής, ανακλήσεως ή αντικαταστάσεως των μελών του Δ.Σ., διότι τότε ο σχετικός όρος του καταστατικού, που θα απαιτούσε για το θέμα αυτό την αυξημένη καταστατική ως άνω απαρτία και πλειοψηφία, θα ήταν αντίθετος στην αναγκαστικού χαρακτήρα διάταξη όχι μόνο του άρθρου 35 του Εμπορικού Νόμου (ΕμπΝ) το οποίο καθιερώνει την αρχή του μετακλητού των διοικητών της Α.Ε. αλλά και στο σύνολο των διατάξεων του ν. 2190/1920, ως αυτός ισχύει ήδη, που καθιερώνουν την καθόλου σωματειακή οργάνωση και δομή της Α.Ε., η οποία (οργάνωση και δομή) υπαγορεύει τη διοίκηση αυτής από την πλειοψηφία και όχι από τη μειοψηφία, γι’ αυτό και ο όρος αυτός του καταστατικού θα ήταν άκυρος. Άλλως, αν δηλαδή ο καταστατικός αυτός όρος κρινόταν έγκυρος, η συνήθης πλειοψηφία θα εμποδιζόταν να εκλέξει διοικητικό συμβούλιο αφού τελικά θα επικρατούσε η μειοψηφία, η οποία δεν έχει δικαίωμα διοικήσεως, αλλ’ απλώς δικαίωμα παρακολουθήσεως της πορείας των εταιρικών υποθέσεων υπό τους όρους και προϋποθέσεις της § 3 του άρθρου 18 του ν. 2190/1920, ως η § αυτή προστέθηκε το άρθρο 7 του ν.δ. 3237/1962,ή η αρνησικυρία σε ορισμένα θέματα (22α, § η, 23α § 2 και 24 § 2 κωδ.ν. 1920/1920) που δεν περιλαμβάνεται το θέμα της εκλογής του Δ.Σ. για το οποίο ο νόμος εάν ήθελε διαφορετική ρύθμιση, θα έπρεπε να την προβλέπει ειδικά.».
Την ως άνω απόφαση του Ακυρωτικού ακολουθεί πάγια η ελληνική νομολογία. Προς τούτο επικαλούμαστε:
1) Την με αρ. 5079/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ΕΕμπΔ 2002, 572) που έκανε δεκτό : «…καθόσον το θέμα εκλογής, ανάκλησης και αντικατάστασης των μελών του ΔΣ είναι εντελώς διάφορο, αφού για τα θέματα αυτά η απόφαση της γενικής συνέλευσης λαμβάνεται κατά τη συνήθη απαρτία και πλειοψηφία, η δε ρήτρα που απαιτεί για τα θέματα αυτά εξαιρετική απαρτία και πλειοψηφία είναι άκυρη (ΑΠ 1987/1986 ΝοΒ 35, 1233)». 2) Την με αρ. 177/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ΝοΒ 51, 1654) που έκανε δεκτό : «Κατά το άρθρο 31 του Εμπορικού Νόμου «(Η ανώνυμος εταιρία) διοικείται από προσωρινούς επιτρόπους, μετακλητούς, συνεταίρους ή μη συνεταίρους, μισθωτούς ή αμίσθους» και κατά το άρθρο 19 § 2 του κ.ν. 2190/1920 περί Ανωνύμων Εταιριών «Οι σύμβουλοι είναι πάντοτε επανεκλέξιμοι και ελεύθερα ανακλητοί». Ρήτρα του καταστατικού που απαγορεύει την επανεκλογή μελών του διοικητικού συμβουλίου είναι, ενόψει της αναγκαστικού δικαίου ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου, άκυρη. Το δικαίωμα ανάκλησης μελών του διοικητικού συμβουλίου ανήκει στη γενική συνέλευση των μετόχων, η οποί αποφασίζει με η συνήθη απαρτία και πλειοψηφία, αντίθετη δε ρήτρα του καταστατικού που θέτει αυξημένο ποσοστό απαρτίας και πλειοψηφίας είναι άκυρη». 3) Την με αρ. 5565/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ΕΕμπΔ 2003, 828) που έκανε δεκτό : «Το θέμα εκλογής, ανάκλησης και αντικατάστασης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου είναι εντελώς διάφορο, αφού για τα θέματα αυτά η απόφαση της γενικής συνέλευσης λαμβάνεται κατά συνήθη απαρτία και πλειοψηφία, η δε ρήτρα που απαιτεί για τα θέματα αυτά εξαιρετική απαρτία και πλειοψηφία είναι άκυρη (ΑΠ 1987/1986 ΝοΒ 35, 1233)». 4) Την με αρ. 4783/1993 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ΕΕμπΔ 1994, 420) που έκρινε ad hoc : «… ο σχετικός όρος του καταστατικού, που θα απαιτούσε για το θέμα αυτό την αυξημένη καταστατική ως άνω απαρτία και πλειοψηφία, θα ήταν αντίθετος στην αναγκαστικού χαρακτήρα διάταξη όχι μόνον του άρθρου 31 του ΕμπΝ, το οποίο καθιερώνει την αρχή του μετακλητού των διοικητών της ανώνυμης εταιρίας, αλλά στο σύνολο των διατάξεων του ν. 2190/1920, όπως αυτός ισχύει ήδη, που καθιερώνουν την καθόλου σωματειακή ανάγκη και δομή υπαγορεύει τη διοίκηση αυτής από την πλειοψηφία και όχι από την μειοψηφία, γι` αυτό και ο όρος αυτός του καταστατικού θα ήταν άκυρος.». 5) Την με αρ. 1232/1995 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ΕΕμπΔ 1996, 753) που έκρινε ότι η εκλογή του ΔΣ της ανώνυμης εταιρείας γίνεται με απλή πλειοψηφία και απαρτία και ότι είναι άκυρη ρήτρα του καταστατικού που προβλέπει εκλογή Διοικητικού Συμβουλίου με αυξημένη πλειοψηφία και απαρτία. 6) Την με αρ. 855/2007 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης (ΧρΙΔ 2008, 159) που έκρινε : «… Σύμφωνα με το άρθρο 31 του ΕμπΝ που ορίζει ότι η ανώνυμη εταιρεία διοικείται από προσωρινούς επιτρόπους, μετακλητούς, συνεταίρους ή μη συνεταίρους, μισθωτούς ή αμίσθους, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου είναι ελευθέρως ανακλητά. Τούτο σημαίνει ότι η γενική συνέλευση, στην οποία ανήκει το δικαίωμα ανάκλησης (άρθρο 33 του ΕμπΝ) έχει απόλυτο δικαίωμα να απολύει οποτεδήποτε και χωρίς σπουδαίο λόγο ένα ή περισσότερα ή όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου με τη συνήθη της μάλιστα απαρτία και πλειοψηφία. Το δικαίωμα αυτό, που δεν μπορεί να περιοριστεί με ρήτρα του καταστατικού ή με άλλο τρόπο, ισχύει ανεξάρτητα από τον τρόπο εκλογής των μελών του διοικητικού συμβουλίου». 7) Την ΣτΕ 592/2001 (ΝοΒ 2002, 1801) που έκρινε : «… ναι μεν κατά την § 5 του άρθρου 29 του ν. 2190/1920 το καταστατικό της εταιρείας δύναται να ορίσει και άλλες αποφάσεις για τη λήψη των οποίων να απαιτείται αυξημένη απαρτία, στις άλλες όμως αυτές αποφάσεις δεν περιλαμβάνεται και το θέμα της εκλογής των μελών του διοικητικού συμβουλίου, διότι ο σχετικός όρος του καταστατικού θα ήταν άκυρος ως αντίθετος όχι μόνο προς το άρθρο 31 του Εμπορικού Νόμου … αλλά και προς το σύνολο των διατάξεων του ν. 2190/1920 που καθιερώνουν τη σωματειακή οργάνωση και δομή της ανώνυμης εταιρείας». 8) Την με αρ. 1232/1995 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ΕΕμπΔ 1996, σελ. 753) που έκρινε ότι είναι άκυρη η ρήτρα του καταστατικού Α.Ε. που προβλέπει ότι η εκλογή του Διοικητικού Συμβουλίου γίνεται με αυξημένη πλειοψηφία και απαρτία. 9) Την με αρ. 16861/1976 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ΕΕμπΔ 1977, 65) που έκρινε ότι η ρήτρα του καταστατικού περιορίζουσα το δικαίωμα ελευθέρας ανακλήσεώς τους είναι άκυρος. 10) Την ΣτΕ 1343/1949 (Θεμ. ΞΑ σελ. 143, 144) που έκρινε : «Ορίζεται μεν εν § 5 ότι το καταστατικό δύναται να προσθέσει και άλλας, πλην των εν άρθρ. 29, αποφάσεις, δια την λήψιν των οποίων απαιτείται ειδική ηυξημένη απαρτία και πλειοψηφία, όμως μεταξύ των θεμάτων τούτων δεν συγκαταλέγεται το της ανακλήσεως των μελών του διοικητικού συμβουλίου, περί ου το άρθρ. 31 Εμπορ. Νόμου, το οποίο εξακολουθεί ισχύον και μετά τον ν. 2190 και το οποίον καθιεροί την αρχήν του μετακλητού των διοικητών ανωνύμου εταιρίας, υπό την έννοιαν ότι η γενική συνέλευσις δέον να διατηρή την ευχέρειαν ανακλήσεως της εντολής δι’ αποφάσεως λαμβανομένης υπό τους συνήθειες όρους του νόμου, ήτις αρχή είναι δημοσίας τάξεως. Άκυρος όθεν όρος του καταστατικού περιορίζων την τοιαύτην ευχέρειας, δια της θεσπίσεως ηυξημένης απαρτίας ή πλειοψηφίας προς λήψιν σχετικής αποφάσεως. Ότι ισχύει για την ανάκληση ισχύει και για την εκλογή μελών του διοικητικού συμβουλίου. Όρος του καταστατικού απαιτών μείζονα της κατά νόμον συνήθους απαρτίαν ή πλειοψηφίαν διά την ανάκλησιν ή την εκλογήν διοικητικού συμβουλίου είναι άκυρος. Διάφορος τυχόν άποψις, καθ’ ην τοιούτος όρος είναι άκυρος μόνον όσον αφορά εις την ανάκλησιν, όχι όμως και εις την εκλογήν καταφανώς οδηγεί εις circulum titiosum. Διότι ούτω διοικηταί, εκλεγόμενοι κατά διάταξιν του καταστατικού υπό της γενικής συνελεύσεως υπό μείζονα απαρτίαν ή και πλειοψηφίαν (καταστατική), θα ηδύναντο να ανακληθούν δια νεωτέρας αποφάσεως της γενικής συνέλευσης υπό ήσσονα (την συνήθη) απαρτίαν και πλειοψηφίαν»
Σύμφωνη με τα ανωτέρω είναι και η ελληνική θεωρία. Ενδεικτικά αναφέρουμε:
1) Λεβαντής, τόμος Α, 1994, σελ. 508 : «Το Δ.Σ. ανακαλείται από τη Γ.Σ. οποτεδήποτε, κάθε αντίθετος ρήτρα είναι άκυρος (ΣτΕ 783/1951 ΕΕΔ 1951, 254)».
2) Κ. Ρόκας, γνωμδ, ΝοΒ 1978, 849 : «Όρος του καταστατικού απαιτών μείζονα της κατά νόμον συνήθους απαρτίαν ή πλειοψηφίαν δια την ανάκλησιν ή την εκλογή διοικητικού συμβουλίου είναι άκυρος. Διάφορος τυχόν άποψις, καθ ην τοιούτος όρος είναι άκυρος μόνον όσον αφορά εις την ανάκλησιν, όχι όμως και εις την εκλογήν, καταφανώς οδηγεί εις circulum vitiosum. Διότι ούτω διοικηταί, εκλεγόμενοι κατά διάταξιν του καταστατικού υπό της γενικής συνελεύσεως υπό μείζονα απαρτίαν ή και πλειοψηφίαν (καταστατικήν) θα ηδύναντο να ανακληθούν δια νεωτέρας αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως, υπό ήσσονα (την συνήθη) απαρτίαν και πλειοψηφίαν»
3) Κ. Ρόκας, Το Δίκαιο της ανώνυμης εταιρίας, τόμος 1, εκδ. 1992, σελ. 693 αρ. 42 : «Διάταξη του καταστατικού που απαιτεί για την ανάκληση των μελών του διοικητικού συμβουλίου, αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία, επειδή περιορίζει το δικαίωμα ανάκλησης είναι άκυρη. Η αρχή αυτή ισχύει και για το διορισμό των συμβούλων (ΑΠ 1987.86 ΝοΒ 1987, 1232, ΕΕν 1987, 737 και ΕλλΔικ 1988, 283, ΣτΕ 1343/49 Θ. 150/31 …)».
4) Βασίλης Γ. Αντωνόπουλος, Δίκαιο Α.Ε. και ΕΠΕ, 2006 § 28, σελ. 351 : «Η εκλογή (και η ανάκληση) λαμβάνουν χώρα με τη συνήθη απαρτία και πλειοψηφία των άρθρων 29 §§ 1, 2 και 31 § 1. Η δυνατότητα καταστατικής πρόβλεψης αυξημένης απαρτίας και πλειοψηφία δεν αμφισβητούνταν μόνο πριν το ν. 2339/1995, αλλά εξακολουθεί να αμφισβητείται και μετά τις νέες διατάξεις των άρθρων 29 § 6 και 31 § 3, όπου ορίζεται ότι, όχι μόνο για ορισμένα, αλλά για «όλα» τα θέματα αρμοδιότητας της Γ.Σ. είναι δυνατός ο καταστατικός ορισμός αυξημένων ποσοστών απαρτίας και πλειοψηφίας. Ειδικότερα υποστηρίζεται και γίνεται δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου 29 §§ 5-6 δεν περιλαμβάνει και το θέμα της εκλογής του Δ.Σ. αφού ο σχετικός όρος ου καταστατικού θα ήταν άκυρος, ως αντίθετος σε διατάξεις που ανήκουν στον σκληρό πυρήνα του δικαίου των ανώνυμων εταιριών, όπως εκείνη του άρθρου 31 Ε.Ν., που καθιερώνει την αρχή του μετακλητού των διοικητικών συμβούλων αλλά και εκείνες του ν. 2190/1920, που καθιερώνουν τη σωματειακή οργάνωση και δομή της Α.Ε., η οποία υπαγορεύει τη διοίκηση αυτής από την πλειοψηφία και όχι τη μειοψηφία (με παραπομπή στην ΣτΕ 592/2001, ΝοΒ 2002, 1801, ΠρΑθ 177/2002 ΝοΒ 2003, 1654, ΜονΠρΑθ 5079/2002 ΕΕμπΔ 2002, 572, ΑΠ 1987/1986 ΝοΒ 35, 1233)».
5) Πασσιάς, Το Δίκαιο της ανωνύμου εταιρίας, τομ. 2ος εκδ. 1969 : «Η γενική συνέλευσις εκλέγει το διοικητικόν συμβούλιον κατά την συνηθη αυτής απαρτίαν και δια της συνήθους πλειοψηφίας. Ο νόμος δεν προβλέπει δια την περίπτωσιν ταύτην μείζονα απαρτίαν και πλειοψηφίαν. Ασχέτως του γενικωτέρου θέματος, αν είναι νόμιμος η υπό του καταστατικού αξίωσις της μείζονος απαρτίας και πλειονοψηφίας, την οποίαν ως προς ωρισμένα θέματα επιβάλλει ο νόμος και επί άλλων θεμάτων πλην των υπό αυτού οριζομένων, ειδικώς ως προς το θέμα της εκλογής του διοικητικού συμβουλίου τοιαύτη αξίωσις δέον πάντως να θεωρηθή ανεπίτρεπτος … Το καταστατικόν επομένως μη δυνάμενον ούτε ως προς το θέμα τούτο να ορίση ελάσσονα απαρτίαν ή πλειονοψηφίαν της συνελεύσεως δεν δύναται ούτε μείζονα να αξιώσει».
6) Γεωργακόπουλος, Το δίκαιον των εταιριών, τόμ. Γ, 1974 σελ. 37 : «Πλην των υπό του νόμου θεσπιζομένων εξαιρέσεων εκλογής μελών του διοικητικού συμβουλίου υπό άλλων προσώπων, τόσον η αρχή ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου εκλέγονται υπό της γενικής συνέλευσης, όσον και ότι η τοιαύτη ότι η εκλογή αυτή λαμβάνει χώραν δι’ απολύτου πλειοψηφίας των εν συνελεύσει εχούση απαρτίαν μετόχων είναι κανόνες αναγκαστικού δικαίου ανεπίδεκτοι άρσεως ή τροποποιήσεως δια ρήτρας του καταστατικού».
Προς την άποψη αυτή συντάσσονται και οι ακόλουθοι συγγραφείς : Λιακόπουλος, Θέματα απαρτίας και πλειοψηφίας γενικής συνελεύσεως ανωνύμου εταιρίας, στο Ζητήματα εμπορικού δικαίου, 1985, σελ. 258, ο ίδιος ΕΕμπΔ 1975, 424 επ. σχόλιο υπό την ΠΠρΑθ 17336/1974, Ι. Δεληγιάννης, Σκέψεις σε μερικά θεμελιώδη θέματα του δικαίου των ανωνύμων εταιρειών, σε τιμητ. τόμ. Τσιριντάνη, 1989, σελ. 558, Λουκόπουλος ΕΕμπΔ 1978, 641, Αναστασιάδης, Ελληνικόν Εμπορικόν Δίκαιον Ι,Β, σ 358, Χριστοδούλου, Περί των ορίων περιορισμού δια του καταστατικού των αρχών απαρτίας και πλειοψηφίας εις το δίκαιον των ανωνύμων εταιρειών, 1976.
Τούτων ούτως εχόντων, τα άρθρα του καταστατικού που καθιερώνουν αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία της Γενικής Συνέλευσης για την ανάκληση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου είναι άκυρα και συνεπώς αυτή μπορεί έγκυρα να αποφασιστεί με απλή απαρτία και πλειοψηφία.