Ιστολόγιο

Στο παρόν ιστολόγιο δημοσιεύονται άρθρα και δικαστικές αποφάσεις τον οποίων η επιλογή στηρίχθηκε στην ιδιαιτερότητα των υποθέσεων που έκριναν και στο νομικό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν


Σε συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων 679/2016, ως προς την δημοσίευση των δικαστικών αποφάσεων ακολουθείται η πρακτική της ανωνυμοποίησης των στοιχείων των φυσικών προσώπων (ονοματεπώνυμα, διευθύνσεις, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο από το οποίο θα μπορούσε εμμέσως να προκύψει η ταυτότητα των φυσικών προσώπων) πλην των στοιχείων που αφορούν στα πρόσωπα των πληρεξουσίων δικηγόρων (βλ. σχετικά τις αποφάσεις με αρ. 1319/2000, 43/2009 της Aρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και τη γνωμοδότηση με αρ. 2/2006).

Μέρος ΙΙ: Αστική ευθύνη διαφημιστικής εταιρείας για τον τραυματισμό οδηγού ο οποίος προσέκρουσε με το όχημά του σε διαφημιστική πινακίδα που έχει τοποθετηθεί επί διαχωριστικής νησίδας άνευ άδειας από την αρμόδια δημοτική αρχή


Σύμφωνα δε με την ΕφΔωδ 16/2005 ΝΟΜΟΣ ουδεμία ευθύνη βαρύνει τον οδηγό του σταθμευμένου αυτοκινήτου, ο οποίος είχε σταθμεύσει το αυτοκίνητο του σε σημείο που δεν παρεμπόδιζε την κυκλοφορία των υπολοίπων επί του δρόμου κινουμένων οχημάτων ενόψει του ότι «1) ευρισκόταν σταθμευμένο στο άκρο δεξιό της οδού και ο εναπομένων χώρος του οδοστρώματος πλάτους 2,30 μ. ήταν αρκετός για την ασφαλή διέλευση των επί του ρεύματος πορείας αυτού κινουμένων αυτοκινήτων, γεγονός που ενισχύεται και από την άνετη διέλευση του οχήματος του Α.Μ., 2) ήταν ορατό σε κάθε επί του δρόμου αυτού κινούμενο όχημα αν ο οδηγός του διέθετε την στοιχειώδη προσοχή, 3) υπήρχε επαρκής στο σημείο εκείνο φωτισμός και 4) η κίνηση των κινουμένων επί της οδού οχημάτων ενόψει της ώρας και της εποχής δεν ήταν πυκνή».

Από τις ανωτέρω ενδεικτικά αναφερόμενες αποφάσεις συνάγεται ότι η κατά παράβαση της παραγράφου 1 περ. η, αλλά και 3 περ. δ του άρθρου 34 Κ.Ο.Κ, ύπαρξη του παρανόμως, έστω, σταθμευμένου αυτοκινήτου, δεν αρκεί για να θεμελιώσει υπαίτια συμπεριφορά στην πρόκληση του συγκεκριμένου κάθε φορά ατυχήματος, αλλά πρέπει να συντρέχουν και άλλες παράμετροι που εμποδίζουν την κυκλοφορία του αυτοκινήτου που έπεσε πάνω στο σταθμευμένο όχημα (ΑΠ 433/2001 ΠοινΛογ 2001/551, ΑΠ 1570/1991 ΠοινΧρ 1992, 284, ΕφΔωδ 16/5005 ΝΟΜΟΣ).

Σε όλες δηλαδή τις ανωτέρω αποφάσεις το στατικό εμπόδιο θεωρείται ότι συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση του ατυχήματος μόνο αν εμπόδιζε πράγματι την κυκλοφορία του ζημιωθέντος οχήματος. Έτσι και στην ερευνόμενη περίπτωση, η ύπαρξη της διαφημιστικής πινακίδας φέρεται να ήταν αναγκαίος όρος της επέλευσης του τραυματισμού του οδηγού. Όμως τούτο δεν αρκεί για την θεμελίωση των αγωγικών αξιώσεων, αφού απαιτείται η ύπαρξη της διαφημιστικής πινακίδας να είναι πρόσφορη για την επέλευση του ανωτέρω αποτελέσματος υπό την έννοια ότι εμπόδισε την κυκλοφορία του αυτοκινήτου του ή ότι με οποιονδήποτε τρόπο προκάλεσε την εκτροπή αυτού (θάμπωση οδηγού, απόσπαση προσοχής κλπ.).

Η συλλογιστική των ανωτέρω αποφάσεων βρίσκεται σε μια θεώρηση κατά την οποία θα πρέπει να ερευνώνται πρώτα τα στοιχεία θεμελίωσης μιας πράξης που δημιουργεί εμπειρικούς όρους κινδύνου για το έννομο αγαθό της ζωής και της υγείας του οδηγού, χωρίς να αρκεί το γεγονός ότι η πράξη αυτή αποτελεί μια πλημμελή συμπεριφορά που παραβιάζει κάποιους κανόνες. Στην συνέχεια οφείλει κανείς να εξετάσει αν το επελθόν αξιόποινο αποτέλεσμα προκλήθηκε αιτιακά από την πράξη αυτή ή σε περίπτωση παρεμβολής πράξης του θύματος, από την ενεργοποίηση των όρων κινδύνου που δημιούργησε η πράξη αυτή και όχι από ενέργεια του ίδιου του θύματος που «απενεργοποιεί» την αρχική πηγή κινδύνου. Εν προκειμένω, η δεδομένη αντικανονική ταχύτητα οδήγησης του οδηγού είναι η εξωτερικά αμελής συμπεριφορά η οποία προκάλεσε τον τραυματισμό του, μετουσιώνοντας σε αποτέλεσμα τον κίνδυνο που προκλήθηκε από την μην επιτρεπόμενη ταχύτητα, διότι δεν μπόρεσε εξ’ αυτής να διατηρήσει το όχημά του εντός του οδοστρώματος οδού, να τροχοπεδήσει ή ακόμα και να αποφύγει την διαφημιστική πινακίδα στο μέτρο που μπορούσε να αντιληφθεί εύκολα όχι μόνο το ενδεχόμενο αλλά και την πραγματικότητα της ύπαρξης παράνομων διαφημιστικών πινακίδων (αρχή της «αμυντικής οδήγησης» και της «αρχής της εμπιστοσύνης», για την οποία βλ. Γεώργιο Νούσκαλη, ΠοινΧρ 2002, σελ. 34-35, με νομολογιακές παραπομπές στον τομέα τροχαίων ατυχημάτων). Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Άρειος Πάγος απαιτεί για την επάρκεια της αιτιολογίας των αποφάσεων στο θέμα της αιτιώδους συνάφειας να αναφέρονται συγκεκριμένα στοιχεία όπως οι συνθήκες φωτισμού και ορατότητας της οδού, οι διαστάσεις του οδοστρώματος και οι υπάρχουσες δυνατότητες ελιγμών, η οφειλόμενη ταχύτητα βάσει του Κ.Ο.Κ. και ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων (ΑΠ 144/1996 ΠοινΧρ ΜΘ//592, ΑΠ 463/1997 ΠοινΧρ ΜΗ/65, ΑΠ 1050/1997 ΠοινΧρ ΜΗ/368). Τα ανωτέρω στοιχεία θεωρεί απαραίτητα η παραπάνω νομολογία ώστε να καθίσταται ανύπαρκτη η δυνατότητα αποφυγής της σύγκρουσης από το θύμα και κατά συνέπεια να αποκλείεται η αποκλειστική υπαιτιότητά του για το αξιόποινο αποτέλεσμα. Χωρίς τα ανωτέρω στοιχεία, ο Άρειος Πάγος θεωρεί ότι δεν αιτιολογείται επαρκώς η αιτιώδη σύνδεση της σαφώς παράνομης κατά τον Κ.Ο.Κ. στάθμευσης του οχήματος του κατηγορούμενου με το αξιόποινο αποτέλεσμα (ΑΠ 433/2001 ΠοινΧρ ΝΒ/33). Όμοια και στην περίπτωσή μας, η δυνατότητα αποφυγής της σύγκρουσης εκ μέρους του οδηγού, την οποία (αποφυγή) δεν απέκλειε η επίμαχη διαφημιστική πινακίδα (ενόψει του ότι δεν του απέσπασε την προσοχή, δεν τον θάμπωσε, δεν απέκρυψε πινακίδες σήμανσης, δεν εμπόδισε την κίνησή του στο οδόστρωμα κλπ.) στερεί την αιτιώδη σύνδεση της φερόμενης παράνομης συμπεριφοράς της διαφημιστικής εταιρείας με το επελθόν αποτέλεσμα. Ενισχυτική του περί νόμου αβασίμου της σχετικής αγωγής ισχυρισμού είναι και η με αρ. 1415/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία αυτοκινητικών διαφορών), η οποία με πλήρως εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε αγωγή συγγενών θανόντος, ο οποίος είχε απωλέσει την ζωή του μετά από πρόσκρουση του αυτοκινήτου στο οποίο επέβαινε πάνω σε διαφημιστική πινακίδα. Όπως δέχτηκε η ως άνω απόφαση : «…κατά το μέρος που οι ενάγοντες επικαλούνται για τη θεμελίωση της υπαιτιότητας των έβδομής, όγδοης και ένατης των εναγομένων εταιρειών τη θέση της επίμαχης πινακίδας, το υλικό και τον τρόπο κατασκευής της καθώς και του χαρακτηρισμό της ως επικίνδυνο παρόδιο εμπόδιο η αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη ως προς τις εν λόγω εναγόμενες εταιρείες, διότι και αληθή υποτιθέμενα τα ως άνω περιστατικά, δε καταφάσκουν αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξης των εναγομένων και της επελθούσας ζημιάς ήτοι της πρόκλησης του ατυχήματος αλλά ούτε και του αποτελέσματος αυτού, δηλαδή του θανατηφόρου τραυματισμού του συγγενούς των εναγόντων στο οποίο αποτέλεσμα κυρίως οι ενάγοντες θεμελιώνουν την υπαιτιότητα ισχυριζόμενοι ότι “αν δεν υπήρχε η διαφημιστική πινακίδα ο τραυματισμός του συγγενούς τους δεν θα ήταν θανατηφόρος, καθόσον το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε θα διέρχονταν τη νησίδα χωρίς πρόσκρουση στην πινακίδα” και τούτο διότι εφόσον το αυτοκίνητο που επέβαινε ο συγγενής των εναγόντων, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, μετά τη σύγκρουση με το αυτοκίνητο που οδηγούσε η τέταρτη εναγόμενη εξετράπη της πορείας του προς τα αριστερά και αφού ανήλθε στην διαχωριστική νησίδα προσέκρουσε αρχικά στην τσιμεντένια βάση διαφημιστικής πινακίδας που ήταν τοποθετημένη σ’ αυτή και εν συνεχεία σε δέντρο και τελικά εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας όπου και ανετράπη στο οδόστρωμα δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιάς και του αποτελέσματος. Από την στιγμή που το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ο θανών εξετράπη της πορείας του το επελθόν αποτέλεσμα της εκτροπής δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με παράνομη πράξη των εναγομένων καθόσον η συμπεριφορά τούτων με την τοποθέτηση της επίμαχης διαφημιστικής πινακίδας επί της διαχωριστικής νησίδας δεν ήταν ικανή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να επιφέρει το επιζήμιο ως άνω αποτέλεσμα. Ούτε και επέφερε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση αφού σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής δεν ήταν η ύπαρξη της πινακίδας στη συγκεκριμένη θέση (ακόμη και αν δεν είχε νομίμως τοποθετηθεί) το αίτιο που προκάλεσε τον θάνατο του επιβαίνοντος στο αυτοκίνητο που εξετράπη της πορείας του, αλλά η σφοδρή πρόσκρουση του κινούμενου ανελέγκτως αυτοκίνητου επί της πινακίδας αυτής. Τέλος πρέπει να σημειωθεί πως σκοπός των διατάξεων του άρθρου 11 του ν. 2696/1999 ήτοι των σχετικών με τη χωροθέτηση των διαφημιστικών πινακίδων επί των εθνικών οδών ή αυτοκινητοδρόμων είναι η προστασία των χρηστών των οδών προς αποφυγή της πρόκλησης ατυχήματος (θάμβωση, απόσπαση προσοχής) και όχι η προστασία τους από τις περαιτέρω συνέπειες μετά την εκτροπή κάποιου οχήματος της προς την πορεία του. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη …».

ii) Ο τυχόν ισχυρισμός του οδηγού ότι αν δεν υπήρχε η διαφημιστική πινακίδα στη θέση που είχε τοποθετηθεί, το αυτοκίνητό του θα διέρχονταν από το ανοικτό σημείο της νησίδας ασφαλείας και θα ακινητοποιούνταν στις προστατευτικές μπάρες αποτελεί έναν αποδοκιμαστέο ισοπεδωτικό θρίαμβο της θεωρίας του «ισοδυνάμου των όρων» (αν δεν υπήρχε η διαφημιστική πινακίδα το αυτοκίνητο δεν θα είχε προσκρούσει πάνω σε αυτήν και το θύμα δεν θα είχε αποβιώσει) σε βάρος των λοιπών δογματικών προϋποθέσεων που πρέπει οπωσδήποτε να συντρέχουν ώστε να μπορεί να καταλογιστεί αδικοπρακτική ευθύνη. Πρόκειται για μια θεωρία που έχει απορριφθεί από την ελληνική νομολογία των αστικών δικαστηρίων και θεωρία για τον καθορισμό της αιτιώδους συνάφειας που απαιτείται να συντρέχει μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και του ζημιογόνου αποτελέσματος (η ίδια τάση παρατηρείται και στα ποινικά δικαστήρια).

Καθοριστικό στο σημείο αυτό για την ορθή εφαρμογή του άρθρου 11 επ. του ν. 2696/1999 είναι το υπ’ αρ. 125/2005 βούλευμα του ΑΠ (ΠραξΛογΠΔ 2005, 126), το οποίο έκρινε ορθή και αιτιολογημένη την απαλλακτική κρίση για ανθρωποκτονία και σωματική βλάβη εξ αμελείας των κατηγορουμένων, οι οποίοι (ο μεν ένας ως Δήμαρχος, ο δε έτερος ως Διευθύνων Σύμβουλος διαφημιστικής Α.Ε.) ήσαν υπεύθυνοι για την τοποθέτηση μεταλλικής φωτεινής διαφημιστικής πινακίδας σε χωμάτινο πεζοδρόμιο λεωφόρου με δύο ρεύματα κυκλοφορίας, στην τσιμεντένια βάση της οποίας προσέκρουσε ο παθών, αφού λόγω της υπερβολικής ταχύτητας που είχε αναπτύξει (100 αντί 50 χλμ/ώρα) σε συνδυασμό με την ολισθηρότητα του οδοστρώματος παρεξέκλινε και εκτράπηκε της πορείας του. Το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε ότι η διαφημιστική πινακίδα «δεν παρεμπόδιζε την θέα καμιάς πινακίδας κατακόρυφης σήμανσης, αφού δεν υπήρχε τέτοια πινακίδα πλησίον της ούτε δημιουργούσε σύγχυση με πινακίδες σήμανσης ή με κυκλοφοριακή διαγράμμιση ή με άλλη συσκευή ρύθμισης της κυκλοφορίας, ούτε καθιστούσε αυτές λιγότερο ορατές ή αποτελεσματικές ούτε προκαλούσε θάμβωση στους χρήστες της οδού ή αποσπούσε την προσοχής του». Περαιτέρω το Συμβούλιο έκρινε ότι «το ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του θανόντος οδηγού του αυτοκινήτου, ότι η αναφερόμενη διαφημιστική πινακίδα δεν είχε τοποθετηθεί παράνομα και ότι εν πάση περιπτώσει η μη νόμιμη τοποθέτησή της δεν συνδέεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα που επήλθε».

Ο Άρειος Πάγος έκρινε ορθό και αιτιολογημένο το απαλλακτικό βούλευμα αποφαινόμενος ότι «προσδιορίζεται με σαφήνεια η αμέλεια του θανόντος οδηγού του αυτοκινήτου και η αποκλειστική υπαιτιότητά του εκ της οποίας προκλήθηκε το ατύχημα και το αξιόποινο αποτέλεσμα που επήλθε και η οποία (αποκλειστική υπαιτιότητα) δεν αφήνει περιθώρια συνυπαιτιότητας των κατηγορουμένων και επισημαίνεται η ανυπαρξία αιτιώδους συνδέσμου, μεταξύ της όποιας πράξεως ή παραλείψεως των κατηγορουμένων αναφορικά με την τοποθέτηση της διαφημιστικής πινακίδας και του αποτελέσματος αυτού».

iii) Σύμφωνα με την κρατούσα στην ελληνική νομολογία θεωρία της πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας, από τις πολλές αιτίες που συνέβαλαν στην επέλευση της ζημιάς ξεχωρίζει εκείνη η οποία θεωρείται κρίσιμη ή πρόσφορη (causa adaequata). Πρόσφορη θεωρείται η αιτία τότε μόνο όταν είχε γενικά την τάση και ήταν ικανή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και την κοινή ανθρώπινη πείρα να προκαλέσει τη ζημιά. Το ζήτημα αν μια αιτία είναι αιτιωδώς πρόσφορη κρίνεται όχι εκ των υστέρων αλλά εκ των προτέρων. Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες γνώσεως του συγκεκριμένου βλάψαντος αλλά η δυνατότητα προγνώσεως του μέσου συνετού ανθρώπου.

Στην εξεταζόμενη περίπτωση η ύπαρξη της πινακίδας στην διαχωριστική νησίδα μιας οδού δεν είναι κατά την ανωτέρω έννοια πρόσφορη αιτία της ζημιάς αφού ένας μέσος συνετός παρατηρητής πριν το ατύχημα δεν θα μπορούσε να διαγνώσει ότι αυτή καθ’ αυτή (αν δεν μεσολαβούσαν άλλα γεγονότα) θα μπορούσε να προκαλέσει τον τραυματισμό κάποιου οδηγού και την καταστροφή του οχήματός του υπό τις επικρατούσες (πριν το ατύχημα) συνθήκες (απεριόριστη ορατότητα, καλή κατάσταση του οδοστρώματος, καλοκαιρία, αραιή κυκλοφορία των οχημάτων). Στην περίπτωση αυτή έχουμε ένα πραγματικό δεδομένο σχετικά με τις συνθήκες, υπό τις οποίες προκλήθηκε το θανατηφόρο ατύχημα : τίποτε από την πινακίδα δεν εμπόδισε ή δυσχέρανε το θύμα στην πορεία που είχε. Ενόψει τούτων η φερόμενη ως αμελής διαφημιστική εταιρεία δεν θα μπορούσε να προβλέψει ότι στο σημείο αυτό του δρόμου, που είναι ευθεία σε μεγάλη απόσταση και με ανεμπόδιστη ορατότητα, θα ανέπτυσσε κάποιος οδηγός υπερβολική ταχύτητα με αποτέλεσμα να ανέλθει στο άκρο δεξιό του δρόμου, πλησίον του τσιμεντένιου ερείσματος και στο εσωτερικό της διαχωριστικής νησίδας. Η παράλειψη έκδοσης άδειας για την τοποθέτηση της διαφημιστικής πινακίδας κατά την λογική και την κοινή πείρα δεν ενέχει τον κίνδυνο εισόδου αυτοκινήτου στο σημείο αυτό του δρόμου και κάθε τέτοια παράλειψη δεν συνεπάγεται την παραγωγή ενός τέτοιου αποτελέσματος ώστε να μπορεί και πρέπει τούτο να αποδοθεί σε υπαιτιότητα της φερόμενης αμελούς εταιρείας μας.

Σύμφωνα μάλιστα με τη νεότερη επικρατούσα θεωρία του σκοπού του κανόνα δικαίου, η έκταση της ζημιάς που πρόκειται να αποκατασταθεί προκύπτει από τον προστατευτικό σκοπό του κανόνα. Η θεωρία του προστατευτικού σκοπού του κανόνα δικαίου (Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2004, 8/132-138, Γεωργιάδης Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος 1999, 10/34, Κορνηλάκης Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο Ι 2002, 523-526) πρεσβεύει ότι το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης προσβολής ενός συγκεκριμένου εννόμου αγαθού είναι αντικειμενικώς καταλογιστό στον δράστη που εκδήλωσε την παράνομη συμπεριφορά, εφόσον σκοπός του οικείου κανόνα ήταν όντως η αποφυγή της προσβολής του συγκεκριμένου εννόμου αγαθού (κάθε δικαιικός κανόνας δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός, αλλά αντιθέτως μέσω του κανόνα επιδιώκεται ένας συγκεκριμένος σκοπός : ο προστατευτικός σκοπός). Ο σκοπός αυτός επιδιώκεται να ανευρεθεί μέσω της ερμηνείας του κανόνα. Ειδικότερα εξετάζεται αν τα αγαθά τα οποία άμεσα ή έμμεσα προσβλήθηκαν περιλαμβάνονται σ’ εκείνα τα οποία σκοπό είχε να προστατέψει ο νόμος (Αθ. Κρητικός όπ.π. παρ. 149 σελ. 58). Για την εφαρμογή της θεωρίας του προστατευτικού σκοπού του κανόνα δικαίου εξετάζεται σε πρώτη φάση ποιος είναι ο κανόνας συμπεριφοράς που ενσωματώνει το αντίστοιχο καθήκον επιμέλειας και τον οποίο παραβίασε ο δράστης, σε δεύτερη φάση ποιος είναι ο κίνδυνος στην πρόσληψη του οποίου στοχεύει ο παραβιασθείς κανόνας συμπεριφοράς και κατά την τρίτη φάση ερωτάται ποιος κίνδυνος πραγματώθηκε έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα στην συγκεκριμένη περίπτωση.

Ο ανωτέρω καθορισμός της αιτιώδους συνάφειας με βάση τον σκοπό του κανόνα δικαίου γίνεται πάγια δεκτός από την ελληνική νομολογία στο πεδίο των τροχαίων αυτοκινητικών ατυχημάτων. Έτσι π.χ. έχει γίνει δεκτό ότι το άρθρο 16 του Κ.Ο.Κ. σκοπό έχει την διευκόλυνση της κίνησης των οχημάτων που κινούνται στο ίδιο ρεύμα πορείας και όχι και την αποφυγή σύγκρουσης με οχήματα που κινούνται στο αντίθετο ρεύματα πορείας, στο οποίο και εισέρχονται εν όλω ή εν μέρει (ΕφΚερκ 282/2007 ΕπΣυγκΔικ 2008, 383, ΕφΑθ 7074/2001, ΕπΣυγκΔικ 2004, 335). Ο σκοπός αυτός καθιστά νόμω αβάσιμη την ένσταση συνυπαιτιότητας του ζημιωθέντος οδηγού που συχνά προβάλει εναντίον του ο ζημιώσας οδηγός που εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και η οποία στηρίζεται στην παράβαση εκ μέρους του πρώτου της υποχρέωσης του άρθρου 1 παρ. 16 του Κ.Ο.Κ. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι δράστες προτείνουν πως θα είχε αποφευχθεί η σύγκρουση των οχημάτων αν το όχημα του ζημιωθέντος κινιόταν στο άκρο δεξιό της λωρίδας κυκλοφορίας και όχι στο μέσο αυτής. Όμως ο ισχυρισμός αυτός σταθερά απορρίπτεται από την ελληνική νομολογία ακριβώς διότι κρίνεται ότι διευρύνει ανεπίτρεπτα τον σκοπό της οικείας διάταξης (άρθρο 16 του Κ.Ο.Κ.) με αποτέλεσμα να δημιουργεί ευθύνη για κάπως απομακρυσμένες συνέπειες της πράξης του ζημιωθέντος (ΑΠ 787/1975 Επ.Συγκ.Δικ. Γ 390, ΕφΑθ 4494/1992 Επ.Συγκ.Δικ. 1993.173, ΜΠρΑθ 2991/2008 ΕΦΑΔ 2009, 707, ΕφΑθ 7074/2001 επΣυγκ 2004, 335, ΕφΠειρ 565/1994 ΕπΣυγκΔ 1994, 455, ΕφΚρ 477/1986 ΕπΣυγκΔ 1989, 101, ΜΠρΣαμ 198/2005 ΑρχΝ 2007, 91 : «Εξάλλου, το γεγονός ότι ο πρώτος ενάγων δεν οδηγούσε, κατά παράβαση του άρθρου 16 του ΚΟΚ, στην άκρα δεξιά, αλλά στο μέσον της λωρίδας κυκλοφορίας του ρεύματος πορείας του, δεν αποτελεί αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παραβάσεως αστής του ΚΟΚ και της ενέργειας του οδηγού του ΙΧΦ αυτοκινήτου να εισέλθει στο αντίθετο γι’ αυτόν ρεύμα κυκλοφορίας και να προκληθεί η σύγκρουση, ώστε να καταλογισθεί συνυπαιτιότητα στον οδηγό του ΙΧΕ αυτοκινήτου – ενάγοντα - για το αποτέλεσμα που επήλθε. Τούτο διότι η διάταξη του άρθρου 16 του ΚΟΚ έχει θεσπισθεί για να διευκολύνει την κίνηση των οχημάτων που ακολουθούν το ίδιο ρεύμα κυκλοφορίας και όχι για την αποφυγή συγκρούσεων, εφόσον ο οδηγός ο οποίος κινείται στο προορισμένο γι’ αυτόν ρεύμα κυκλοφορίας δεν είναι υποχρεωμένος να θεωρήσει, έστω και ως πιθανή, την τόσο αντικανονική κίνηση εκείνου που φέρνει το όχημα που οδηγεί στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας»).

Εν προκειμένω, ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 11 του ν. 2696/1999 εντοπίζεται στο ενδιαφέρον του νομοθέτη να προστατέψει με την παρέμβασή του την οδική ασφάλεια. Δηλαδή να μην παρεμποδίζεται ο οδηγός να βλέπει καθαρά τις πινακίδες σημάνσεως, να μην περιπίπτει σε σύγχυση στο ζήτημα ποια είναι η κανονική πινακίδα, να μην θαμπώνεται από τις επιγραφές και τις διαφημίσεις τη νύκτα ή την ημέρα και να μην αποσπάται από αυτές η προσοχή του και δεν βλέπει τις κανονικές συντονίζοντας με αυτές την πορεία του (έτσι ρητά Αθ. Κρητικός Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας, Αθήνα 2009, άρθρο 11 σελ. 114). Σκοπός της διατάξεως του άρθρου 11 του Κ.Ο.Κ. είναι η προστασία της κυκλοφορίας στο μέτρο που παρεμποδίζεται από μια πινακίδα, μια αφίσα, μια διαγράμμιση ή συσκευή, η οποία μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση με πινακίδες σημάνσεως, με την κυκλοφοριακή διαγράμμιση ή με άλλη συσκευή ρυθμίσεως της κυκλοφορίας ή να τις καταστήσει λιγότερο ορατές ή αποτελεσματικές ή να προκαλέσει θάμβωση στους χρήστες της οδού ή γενικά να αποσπάσει την προσοχή του.