Ακύρωση Διαταγής πληρωμής που στηρίχθηκε σε επιταγές, οι οποίες εκδόθηκαν για εξόφληση τιμήματος αγοραπωλησίας συναφθείσας αντίθετα με τα χρηστά ήθη
Mε την με αρ. 403/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου ακυρώθηκε Διαταγή πληρωμής που είχε εκδώσει ασφαλιστική εταιρεία κατά εταιρείας δυνάμει επιταγών που είχε λάβει ως οπισθογράφος. Σύμφωνα με την απόφαση οι επιταγές είχαν δοθεί προς εξόφληση τιμήματος αγοραπωλησίας εμπορευμάτων που είχε αγοράσει η ασφαλιζόμενη εταιρεία από άλλη εταιρεία. Η εν λόγω όμως πώληση εμπορευμάτων συνήφθη με τρόπο αντίθετο με τα χρηστά και συναλλακτικά ήθη, κυρίως διότι δεν αποτέλεσε προιόν την ελεύθερης βούλησης της αγοράστριας αλλά αντίθετα αυτή εξαναγκάστηκε από την ασφαλιστική εταιρεία να συνάψει την εν λόγω σύμβαση υπό την απειλή της μη ανανέωσης της εγγυητικής επιστολής και παρότι η σύμβαση αυτή δεν ήταν αναγκαία για την αγοράστρια ούτε επωφελής, ούτε θα προέβαινε σε διαφορετική περίπτωση στην σύναψή της. Η δε ασφαλιστική εταιρεία που είχε ενέχυρο επί των πωληθέντων εμπορευμάτων, επέβαλε με τον τρόπο αυτό την σύναψη της αγοραπωλησίας, ενώ είχε ήδη – και χωρίς αυτήν – λάβει ικανά αντισταθμίσματα για την έκδοση της εγγυητικής επιστολής (προσημειώσεις υποθηκών, εγγυήσεις τρίτων). Επιπλέον η ασφαλιστική εταιρεία κατά την κτήση των επιταγών ως οπισθογράφος γνώριζε ότι η αγοραπωλησία αυτή ήταν αντίθετη με τα χρηστά ήθη και παρά ταύτα έλαβε τις επίδικες επιταγές ως οπισθογράφος ενεργώντας με γνώση προς βλάβη των συμφερόντων της ανακόπτουσας εταιρείας.
Για να καταλήξει στο δικανικό της πόρισμα επί του εξαιρετικά σπάνιου και περίπλοκου ιστορικού, η προαναφερόμενη απόφαση κατέφυγε στην συνδυαστική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 150 (απειλή), 178 (αντίθες δικαιοπραξίας στα χρηστά ήθη) και 281 ΑΚ (κατάχρηση δικαιώματος). Πράγματι από τις διατάξεις των άρθρων 150, 151, 154 και 184 ΑΚ συνάγεται ότι για την ακύρωση δικαιοπραξίας που καταρτίστηκε υπό το κράτος απειλής, η οποία μετά την ακύρωση εξομοιώνεται με την εξαρχής άκυρη, απαιτείται εκτός από άλλα, το απειλούμενο κακό να απόκειται στην εξουσία του απειλούντος και να εξαρτάται από αυτόν, η δε απειλή να είναι σοβαρή, ήτοι πρόσφορη να εμπνεύσει φόβο σε έμφρονα άνθρωπο για το ότι εκτίθεται σε κίνδυνο ένα από τα αναφερόμενα στο νόμο αγαθά της ζωής, της περιουσίας κλπ. (βλ. ΑΠ 597/2009 ΝΟΜΟΣΕφΔωδ 111/2005). Η απειλή, σύμφωνα με το άρθρο 150 ΑΚ, πρέπει να είναι παράνομη ή να αντίκειται στα χρηστά ήθη (ΑΠ 1159/1999 ΕλλΔνη 41, 393). Παράνομη είναι η απειλή, όταν το απειλούμενο κακό απαγορεύεται από το νόμο, ενώ αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι η απειλή, όταν η απειλούμενη πράξη επιτρέπεται μεν από το νόμο, ελλείπει, όμως κάθε σύνδεσμος ή συνάφεια μεταξύ του κακού, το οποίο απειλείται και της δηλώσεως βουλήσεως, η οποία επιζητείται με την απειλή, οπότε στην περίπτωση αυτή ο απειλών χρησιμοποιεί την επιτρεπτή από το νόμο απειλή, για να εξαναγκάσει, όμως, σε δήλωση βουλήσεως, η οποία δεν έχει καμία σχέση με την απειλή (ΑΠ 493/1970 ΝοΒ 18,1329, ΕφΑθ 21/1999 ΕλλΔνη 40, 1760, ΕφΑθ10037/1990 ΕλλΔνη 32, 1634, ΕφΑθ 6543/1982 ΝοΒ 30, 493). Η κρίση για αντίθεση της απειλούμενης πράξης στα χρηστά ήθη θα πρέπει να αναζητείται στις κρατούσες για την ηθική αντιλήψεις της δεδομένης εποχής, του δεδομένου τόπου και στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΝομΑΚ, στο άρθρο 150, αρ. 5). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 12 § 1, 14, 22, 28 του ν. 5960/1933, σε συνδυασμό και με το άρθρο 904 ΑΚ, προκύπτει ότι η ελαττωματική βασική σχέση δεν επιδρά στο κύρος της υποχρεώσεως από επιταγή, γεννά όμως απαίτηση προς απόδοση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία μπορεί να προβληθεί με την ανωτέρω ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, με την οποία ο εκδότης της επιταγής μπορεί να αντιτάξει το γεγονός ότι ο κομιστής της επιταγής, κατά του οποίου στρέφεται η ανακοπή, απέκτησε περιουσιακό στοιχείο με το οποίο πλούτισε αδικαιολόγητα σε βάρος του και να αντιταχθεί έτσι στην άσκηση του κατ` επιταγής δικαιώματος. Αν όμως ο κομιστής της επιταγής, μετά του οποίου υπάρχει η ελαττωματική βασική σχέση, μεταβίβασε αυτή με οπισθογράφηση, τότε την ανωτέρω ένσταση μπορεί να προτείνει ο εξ επιταγής υπόχρεος εκδότης κατά του νέου κομιστή της επιταγής, ο οποίος ζήτησε την έκδοση της διαταγής πληρωμής, μόνο αν ο τελευταίος κατά τον χρόνο που απέκτησε την επιταγή γνώριζε την ύπαρξη της άνω ενστάσεως κατά του προηγούμενου κομιστή του τίτλου, γνώριζε δηλαδή ότι κατά την απόκτηση της επιταγής με τη μεταβίβαση της προς αυτόν είναι δυνατόν να ματαιωθεί η προβολή της ενστάσεως και να επιτευχθεί έτσι η πληρωμή του τίτλου, η οποία χωρίς τη μεταβίβαση αυτή δεν θα επιτυγχάνετο, και ενήργησε προς βλάβη του οφειλέτη (ΑΠ 1128/1994 ΕλλΔνη 37, 640, ΑΠ 1189/1987 ΝοΒ 36, 1611). Τέλος, κατά την έχουσα γενική εφαρμογή επί των αξιόγραφων διάταξη του άρθρου 78 §2 ν.δ. 17- 77/13.8.1923, «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών», κατά του νομιμοποιουμένου ως κατόχου του δικαιογράφου δύναται ο οφειλέτης να αντιτάξει αντιρρήσεις μόνον αν : α) αφορούν το κύρος της ιδίας αυτού δηλώσεως (ενστάσεις εγκυρότητας), β) συνάγονται εκ του περιεχομένου του εγγράφου και γ) ανήκουν εις αυτόν αμέσως κατά του κατόχου. Από τη θεσπιζόμενη με τις ανωτέρω διατάξεις γενική αρχή της υποχρεώσεως εκ της επιταγής λόγω προκλήσεως φαινομένου δικαίου, συνάγεται ότι οι κατά το άρθρο 78 § 2α ενστάσεις μη έγκυρης ανάληψης υποχρεώσεως του οφειλέτη εκ της επιταγής προτείνονται πάντοτε μεν κατά του πρώτου δικαιούχου εκ της επιταγής, κατά του τρίτου όμως κομιστή προτείνονται μόνο αν αυτός ενήργησε εν γνώσει προς βλάβη του οφειλέτη, εκτός των ενστάσεων πλαστότητας, βίας ή απειλής, ανικανότητας ή ελλείψεως πληρεξουσιότητας, οι οποίες ενστάσεις κατά ρητή διάταξη του νόμου (άρθρα 10 και 11 ν. 5960/33) προτείνονται κατά παντός κομιστή έστω και καλόπιστου (εμπράγματοι ενστάσεις ή άλλως inrem) (ΑΠ 580/2001 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρ 85/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 7453/2001 ΔΕΕ 2002, 721, ΕφΑθ 5358/2001 ΕλλΔνη 2002, 1473, ΕφΠατρ 955/2003 ΕπισκΕμπΔ 2004, 413).
Με βάση τα ανωτέρω το Πρωτοδικείου Ηρακλείου, ορθώς έκρινε ότι ο εξαναγκασμός της ασφαλιζόμενης εταιρείας να αγοράσει από τρίτον εμπορεύματα που δεν χρειαζόταν (στα οποία η ασφαλιστική εταιρεία είχε ενέχυρο και συνεπώς εισέπραξε εξ ολοκλήρου το τίμημα της εν λόγω πώλησης με επιταγές) υπό την απειλή της μη ανανέωσης της εγγυητικής επιστολής (που θα είχε καταστροφικές συνέπειες στην αγοράστρια), αποτελεί συμπεριφορά αντίθετη στα χρηστά και συναλλακτικά ήθη.