Ιδιωτικά ακίνητα αποκτούν την ιδιότητα του κοινοχρήστου χώρου και περιέρχονται άνευ αποζημιώσεως στην κυριότητα του Δήμου
Όταν η κοινοχρησία είναι αποτέλεσμα της βούλησης του ιδιοκτήτη ή προκύπτει από πραγματική κατάσταση που διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο κατ` ανοχή του ιδιοκτήτη, τα ιδιωτικά ακίνητα αποκτούν την ιδιότητα του κοινοχρήστου χώρου και περιέρχονται άνευ αποζημιώσεως στην κυριότητα του Δήμου.
Πολλά και ενδιαφέροντα είναι τα ζητήματα με τα οποία ασχολήθηκε η με αρ. 67/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου. Το πραγματικό με το οποίο ασχολήθηκε η εν λόγω απόφαση αφορούσε έκταση που περιλαμβανόταν σε ιδιωτικό ακίνητο, του οποίου η κυριότητα είναι αναγνωριστεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ότι ανήκει σε ιδιώτη. Η έκταση όμως αυτή χρησιμοποιούνταν ως δημοτικός δρόμος από το 1960 με αποτέλεσμα μετά την ανακατασκευή του (έργα ανάπλασης) το 2012, ο Δήμος να υποστηρίξει ότι κατέστη κύριος αυτού σύμφωνα με το άρθρο 13 του ν. 1337/1983 χωρίς να χρειάζεται να καταβάλει οποιαδήποτε αποζημίωση στον ιδιοκτήτη. Ακολουθεί μια σύντομη επισκόπηση των όρων εφαρμογής της πολύ σημαντικής αυτής διάταξης.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 966, 967, 972, 1033 και 1192 εδάφ. 1 ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 55 του ΕισΝΑΚ, προκειμένου να κριθεί μετά την εισαγωγή του ΑΚ η ιδιότητα ενός πράγματος ως εκτός συναλλαγής ή κοινοχρήστου, συνάγεται ότι μεταξύ των κοινόχρηστων πραγμάτων περιλαμβάνονται και οι οδοί και οι πλατείες, οι οποίες, εφόσον δεν ανήκουν στο Δήμο ή στην Κοινότητα ή ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ανήκουν στο Δημόσιο. Οι δημοτικές ή κοινοτικές οδοί και οι πλατείες αποκτούν την ιδιότητα του κοινόχρηστου πράγματος: α) από το νόμο, ήτοι με το χαρακτηρισμό τους ως οδών ή πλατειών από το εγκεκριμένο ρυμοτομικό διάγραμμα του σχεδίου πόλεως, β) από τη βούληση των ιδιοκτητών, η οποία πρέπει να γίνει με νομότυπη δικαιοπραξία (διαθήκη ή δωρεά) ή και με παρακυριότητα, για την οποία όμως (παραίτηση) απαιτείται δήλωση του κυρίου περιβαλλόμενη τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και υποβαλλόμενη σε μεταγραφή, αφού περιέχει κατάργηση εμπράγματου δικαιώματος και γ) με την αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα, την οποία προέβλεπε το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (ν. 3 παρ. 2 Πανδ. 43.7) και σύμφωνα με την οποία η χρήση του πράγματος από κοινότητα ή Δήμο ή από τους δημότες αυτών μπορούσε να προσδώσει σε ακίνητο την ιδιότητα του κοινοχρήστου, εφόσον η αρχαιότητα στην ως άνω χρήση υπήρξε συνεχής επί δύο γενεές, η καθεμία των οποίων εκτείνεται σε σαράντα έτη και είχε συμπληρωθεί πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (23- 2-1946), ενόψει του ότι ο Κώδικας αυτός δεν αναγνωρίζει το θεσμό της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του πρόϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου των ν. 1, 23 Πανδ. (47,1), Εισ. 47 (2.1), προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγορία των αδέσποτων, ήτοι των πραγμάτων, τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 16 του ν. 21.6/10.7.1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκατάλειψης του πράγματος, δηλαδή απόφαση του κυρίου περί παραιτήσεως αυτού από την κυριότητα, χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβίβασης του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο. Η βούληση του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν καθιστούν αυτήν αμφίβολη και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούμενος ήταν κύριος του πράγματος. Για την εγκατάλειψη του ακινήτου με σκοπό παραιτήσεως από την κυριότητα, κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαικό δίκαιο, δεν απαιτείτο ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή, όπως ήδη απαιτείται υπό την ισχύ του ΑΚ. Περαιτέρω, ο ισχυριζόμενος ότι κάποιο πράγμα είναι κοινόχρηστο πρέπει για το ορισμένο του ισχυρισμού του να προσδιορίσει το νόμιμο τρόπο, με τον οποίο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, τούτο απέκτησε την ιδιότητα αυτή (για τα παραπάνω βλ. σε συνδ. ΑΠ 872/2001, ΕλλΔνη43, 763, ΑΠ 544/2002, ΕλλΔνη 43, 1691, ΑΠ 310 και 1169/2001, ΕλλΔνη 42, 1343-4, ΕφΑθ 5689/2000, ΕλλΔνη 44, 560, Εφ.Αθ. 9093/2000, ΕλλΔνη 42, 812).
Επίσης κατά το άρθρο 28 του ν. 1337/1983 «ιδιωτικοί δρόμοι, πλατείες και λοιποί χώροι κοινής χρήσεως, που έχουν σχηματισθεί με οποιονδήποτε τρόπο έστω και κατά παράβαση των κειμένων πολεοδομικών διατάξεων και βρίσκονται μέσα σε εγκεκριμένα σχέδια πόλεων θεωρούνται ως κοινόχρηστοι χώροι, που ανήκουν στον οικείο Δήμο ή Κοινότητα. Για τους χώρους αυτούς δεν οφείλεται καμία αποζημίωση λόγω ρυμοτομίας. Σε περίπτωση όμως που οι χώροι αυτοί καταργούνται με το σχέδιο πόλεως προσκυρώνονται με τις κείμενες διατάξεις». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ιδιωτικά ακίνητα αποκτούν την ιδιότητα του κοινοχρήστου χώρου και ως τοιαύτα περιέρχονται άνευ αποζημιώσεως στην κυριότητα του οικείου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, όταν η κοινοχρησία είναι αποτέλεσμα της βούλησης του ιδιοκτήτη (ρητής ή συναγόμενης από ενέργειες του) ή προκύπτει από πραγματική κατάσταση που διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο κατ` ανοχή του ιδιοκτήτη και είναι σχηματισμένοι ως κοινόχρηστοι χώροι και έχουν τεθεί στην κοινή χρήση, τα δε ακίνητα που αφέθηκαν στην κοινή χρήση περιλαμβάνονται ήδη σε εγκεκριμένη σχέδιο πόλης και αν ακόμα δεν ταυτίζονται με κοινόχρηστους χώρους που προβλέπονται από αυτό, οπότε προσκυρώνονται κατά τις κείμενες διατάξεις. Ειδικώς δε όταν πρόκειται για δρόμο εφόσον έχει τεθεί στη κοινή χρήση διαμορφωμένο σε δρόμο με κράσπεδα, ασφαλτόστρωση και πεζοδρόμια (Βλ. Ολομ. ΣτΕ 744/1987, ΣτΕ 1734/91, ΣτΕ 3731/1992, ΣτΕ 2826/1993, ΑΠ 705/96, ΑΠ 163/95, ΑΠ 1454/90, ΑΠ 1741/90, ΑΠ 1858/1987, ΕφΑθ 6188/1998 ΕλλΔνη 1999, 426). Έτσι για τη μετάθεση της κυριότητας ακινήτων υπέρ του οικείου ΟΤΑ δεν αρκεί οποιαδήποτε ενέργεια διάθεσης του ακινήτου στην κοινή χρήση, αλλά πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς οι παραπάνω προϋποθέσεις, η συνδρομή των οποίων ελέγχεται παρεμπιπτόντως από τη διοίκηση και κρίνεται οριστικώς από τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια (ΑΠ 1192/2012 ΝΟΜΟΣ).
Επίσης από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 32-36 του ν.δ. 17-7- 1923 και των άρθρων 7-11- του ν.δ. 797/1971 και του άρθρου 7 παρ. 4 του ν. 2882/2001, η συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακινήτου, η οποία μπορεί να επιφέρει κτήση της κυριότητας από τον υπέρ ου η απαλλοτρίωση επέρχεται από την καταβολή στον δικαιούχο της προσδιορισθείσας προσωρινά ή οριστικά αποζημιώσεως. Συντελεσθείσης της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, παν εμπράγματο δικαίωμα επί του απαλλοτριωθέντος οιουδήποτε τρίτου, μετασχόντος ή μη, έτι και μη προσκληθέντος εις την δίκην περί προσωρινού ή οριστικού προσδιορισμού της αποζημιώσεως, τρέπεται εφ’ εξής εις ενοχική αξίωση επί της παρακατατεθείσης αποζημιώσεως ή κατά του οπωσδήποτε εισπράξαντος την αποζημίωση ή του υπέρ ου εξεδόθη το χρηματικό ένταλμα πληρωμής. Από την κατά τις προηγούμενες διατάξεις συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση αποκτά την κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί του ακινήτου. Πριν καταβληθεί η οριστική ή προσωρινή αποζημίωση διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται κατάληψη. Εάν ακόμα ένας ιδιωτικός δρόμος χαρακτηριστεί από το ρυμοτομικό σχέδιο σαν κοινόχρηστος (δρόμος, πλατεία κλπ.) δεν απόλλυται η κυριότητα για τον ιδιοκτήτη του έστω και αν ο χώρος αυτός χρησιμοποιείται έκτοτε παραπάνω από είκοσι ή τριάντα χρόνια δεδομένου ότι η ιδιότητα του πράγματος σας κοινόχρηστου δεν αποκτάται με χρησικτησία ή με την παρέλευση της συνήθους παραγραφής (20ετίας κατά τον ΑΚ) αλλά μόνο με συντέλεση της προκειμένης απαλλοτρίωσης ή εάν συντρέξουν οι παραπάνω εκτεθέντες τρόπου προς τούτου δηλ. είτε συμβολαιογραφικό έγγραφο παραχώρησης προς τον Δήμο ή την Κοινότητα για να καταστεί κοινόχρηστα και μεταγραφή είτε παραίτηση από της κυριότητας με βούληση να καταστεί κοινόχρηστο πάλι με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή (ΑΠ 1882/1986 ΝοΒ 36, 349, ΑΠ 425/1987 ΕΕΝ 1988, 127, ΕφΑθ 3622/1980).
Στην περίπτωση που εξέτασε η με αρ. 67/2018 απόφαση, η μακρά αντιδικία του Δήμου με τον ιδιώτη (1979 – 1994) καθώς και το γεγονός ότι η κατάληψη του επίδικου ακινήτου ως μέρους δρόμου έγινε από τα έτη 1971 και εφεξής, προσανατόλισε το Δικαστήριο να δεχτεί ότι δεν μπορεί να κριθεί η κοινοχρησία του επίδικου τμήματος ως μέρους δημοτικής οδού, ως απόρροια συναγόμενης βούλησης του ιδιοκτήτη αυτού περί της κοινοχρησίας του και να οδηγήσει σε μετάθεση της κυριότητάς του στον οικείο Δήμο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28 ν. 1337/1983 χωρίς την καταβολή της αναγκαίας αποζημίωσης εξ απαλλοτριώσεως του ακινήτου. Ούτε η επί μακρό χρόνο ανοχή του ιδιοκτήτη έγινε δεκτό ότι μπορεί να συναχθεί προς το σκοπό μετάθεσης της κυριότητας του επίδικου κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης, διότι ο ιδιοκτήτης είχε ξεκινήσει δικαστικό αγώνα επανάκτησης των καταπηθέντων τμημάτων της αρχικής ιδιοκτησίας της.