Ιστολόγιο

Στο παρόν ιστολόγιο δημοσιεύονται άρθρα και δικαστικές αποφάσεις τον οποίων η επιλογή στηρίχθηκε στην ιδιαιτερότητα των υποθέσεων που έκριναν και στο νομικό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν


Σε συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων 679/2016, ως προς την δημοσίευση των δικαστικών αποφάσεων ακολουθείται η πρακτική της ανωνυμοποίησης των στοιχείων των φυσικών προσώπων (ονοματεπώνυμα, διευθύνσεις, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο από το οποίο θα μπορούσε εμμέσως να προκύψει η ταυτότητα των φυσικών προσώπων) πλην των στοιχείων που αφορούν στα πρόσωπα των πληρεξουσίων δικηγόρων (βλ. σχετικά τις αποφάσεις με αρ. 1319/2000, 43/2009 της Aρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και τη γνωμοδότηση με αρ. 2/2006).

Παρουσίαση του νομικού πλαισίου στα αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας με θύμα ανήλικο


Κατ’ αρχάς όσον αφορά την έννοια του ανηλίκου, ανήλικος είναι αυτός που δεν έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του. Ο Ποινικός Κώδικας μας δίνει στο άρθρο 121 τον ορισμό του ανηλίκου μόνο ως προς τον δράστη εγκλημάτων, οπότε κρίνεται απαραίτητη η προσφυγή στις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και δη στο άρθρο 127. Ο βαθμός ανηλικότητας διαδραματίζει σε πολλές περιπτώσεις ιδιαίτερο ρόλο, δεδομένου ότι όσο νεαρότερος είναι ο ανήλικος, τόσο αυστηρότερες είναι οι ποινές.

Ο νομοθέτης επιβάλει ιδιαίτερη μεταχείριση των ανηλίκων, είτε όταν πρόκειται για δράστες του εγκλήματος, είτε όταν πρόκειται για θύματα. Στην προκειμένη περίπτωση, μας ενδιαφέρει ο ανήλικος ως θύμα αξιόποινης πράξης, και μάλιστα, ακόμα ειδικότερα, όταν τα αδικήματα τελούνται από μέλη της οικογένειάς του. Τέτοιες νομικές διατάξεις, υπάρχουν τόσο στον Ποινικό Κώδικα, όσο και σε ειδικούς ποινικούς νόμους και ιδίως στο ν. 3500/2006 περί ενδοοικογενειακής βίας.

Ο τελευταίος αυτός νόμος, ο οποίος ισχύει από 24-10-2006 σκοπό είχε, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική αυτού έκθεση, εξ αρχής να αντιμετωπισθεί το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας στη βάση των αρχών της ελευθερίας, της αυτοδιάθεσης και της αξιοπρέπειας του ατόμου, ώστε να ενισχυθεί η αρμονική συμβίωση των προσώπων στο πλαίσιο της οικογένειας. Ο νόμος αυτός αντικατοπτρίζει σε μεγάλο ποσοστό, με τον πλέον επίσημο τρόπο, τη μεταστροφή της ελληνικής κοινωνίας όσον αφορά τη διαπαιδαγώγηση των ανηλίκων, αφού για πρώτη φορά, αποδοκιμάζεται ρητά η σωματική βία σε βάρος ανηλίκων ως μέσον σωφρονισμού στο πλαίσιο της ανατροφής τους, κάτι το οποίο τις παλαιότερες εποχές ήταν αποδεκτό, ακόμα και από άτομα εκτός της οικογένειας (πχ από τους δασκάλους στο σχολείο).

Στο άρθρο 1 του ως άνω νόμου, δίδεται ο ορισμός της έννοιας της ενδοοικογενειακής βίας: είναι η τέλεση αξιόποινης πράξης, σε βάρος μέλους της οικογένειας. Τον ορισμό της οικογένειας δίδει στη συνέχεια ο νομοθέτης, αποδίδοντάς της ιδιαίτερα ευρεία έννοια ώστε να περιλαμβάνει, εκτός από τους γονείς, τα παιδιά, τα αδέλφια εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, τα υιοθετημένα τέκνα, λοιπούς συγγενείς εφόσον συνοικούν, τους μόνιμους συντρόφους και τα τέκνα τους καθώς και κάθε ανήλικο πρόσωπο που συνοικεί στην οικογένεια. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι ο ανήλικος θεωρείται θύμα ενδοοικογενειακής βίας, όχι μόνο όταν είναι ο ίδιος άμεσα θύμα βίας, αλλά και όταν ενώπιόν του τελείται αξιόποινη πράξη ενδοοικογενειακής βίας.

Με το άρθρο 2 του ως άνω νόμου, ρητώς προβλέπεται ότι απαγορεύεται η άσκηση βίας κάθε μορφής μεταξύ των μελών της οικογένειας. Καθιερώνεται δηλαδή αυτοτελώς το παράνομο της ασκήσεως ενδοοικογενειακής βίας, που μπορεί να φέρει κάθε μορφή, ανεξάρτητα μάλιστα, αν είναι ποινικά κολάσιμη ή όχι. Μάλιστα, προβλέπεται στο άρθρο 4 ότι σε περίπτωση άσκησης σωματικής βίας σε βάρος ανηλίκου, ως μέσου σωφρονισμού στο πλαίσιο της ανατροφής του, εφαρμόζεται το άρθρο 1532 του Αστικού Κώδικα, δηλαδή, πέραν των ποινικών προεκτάσεων, η πράξη αυτή συνιστά κακή άσκηση της γονικής μέριμνας, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει στη λήψη κάθε πρόσφορου μέτρου (και μάλιστα και αυτεπαγγέλτως) που μπορεί να φτάσει μέχρι και στην αφαίρεση της άσκησης της γονικής μέριμνας.

Στα επόμενα άρθρα του ως άνω νόμου, προβλέπονται ποινικού δικαίου διατάξεις, οι οποίες κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες: α) σε αυτές που αφορούν ρυθμίσεις ουσιαστικού ποινικού δικαίου (άρθρα 6-10) με τα οποία είτε τυποποιούνται αυτοτελώς ποινικά αδικήματα (ως ιδιώνυμα εγκλήματα) ενδοοικογενειακής βίας, είτε τροποποιούνται διατάξεις του ΠΚ β) σε αυτές που ρυθμίζουν τον θεσμό της ποινικής διαμεσολαβήσεως (άρθρα 11-14) και γ) σε διατάξεις ποινικού δικονομικού δικαίου (άρθρα 17-20), οι οποίες αφορούν στην κίνηση της ποινικής διώξεως, στους περιοριστικούς όρους που μπορούν να επιβληθούν στον κατηγορούμενο, στην εξέταση των μαρτύρων και στην υποχρέωση εχεμύθειας εκ μέρους των αρμόδιων προανακριτικών αστυνομικών αρχών.

Αναλυτικά: Στο άρθρο 6 ποινικοποιείται η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη, υπό την έννοια της πρόκλησης από μέλος της οικογένειας σε άλλο μέλος αυτής σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας, ή εντελώς ελαφράς σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας μετά από συνεχή συμπεριφορά. Η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη διακρίνεται από την απλή σωματική βλάβη του άρθρου 308 του Π.Κ. ως προς το ότι στοιχεία της πρώτης είναι η τέλεσή της εντός της οικογένειας και εξ αυτού του λόγου τιμωρείται αυστηρότερα. Κατ’ αναλογία, αυστηροποιούνται οι προβλεπόμενες σε σχέση με τον Ποινικό Κώδικα ποινές, όταν πρόκειται για ενδοοικογενειακή επικίνδυνη σωματική βλάβη ή βαριά σωματική βλάβη, ενώ αν επακολουθήσει βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του θύματος, η πράξη γίνεται κακουργηματική. Ειδικά για τον ανήλικο, αν η πράξη της απλής σωματικής βλάβης συνιστά μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης, επικίνδυνης για την υγεία, ή ψυχικού πόνου, ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ιδίως με την παρατεταμένη απομόνωση του θύματος, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών.

Στο άρθρο 7 τυποποιείται ως ιδιώνυμο το έγκλημα της ενδοοικογενειακής παράνομης βίας και αυτό της ενδοοικογενειακής απειλής, προβλέποντας αυστηρότερες ποινές σε σχέση με τα βασικά εγκλήματα. Ομοίως, η διαφοροποίηση σε σχέση με το βασικό έγκλημα της παράνομης βίας (330 ΠΚ) και της απειλής (333 ΠΚ) έγκειται στο ότι οι συγκεκριμένες παράνομες πράξεις τελέστηκαν εντός του κόλπου της οικογενείας. Το αυτό ισχύει για την περίπτωση της ενδοοικογενειακής προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, όπου το πλαίσιο ποινής αυστηροποιείται (από έξι μήνες έως τρία έτη όταν το θύμα είναι ανήλικος) σε σχέση με το βασικό έγκλημα του 337 ΠΚ. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 10 καθιερώνεται ιδιαίτερο έγκλημα παρακωλύσεως απονομής της δικαιοσύνης. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, όποιος σε υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας απειλεί μάρτυρα ή μέλος της οικογενείας του ή ασκεί βία εναντίον του ή τον δωροδοκεί με σκοπό την παρακώλυση απονομής της δικαιοσύνης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών μέχρι τριών ετών. Τέλος, στο άρθρο 16 ρυθμίζεται το ζήτημα της αναστολής της παραγραφής των ποινικών αδικημάτων των άρθρων 6, 7 και 9 του ν.3500/2006 και ορίζεται ότι η παραγραφή των πράξεων ενδοοικογενειακής βίας αναστέλλεται κατά το διάστημα της ανηλικότητας του θύματος και για ένα έτος μετά, εφόσον πρόκειται για πλημμέλημα, και για τρία έτη μετά, εφόσον πρόκειται για κακούργημα.

Στη συνέχεια (άρθρα 11-14) ο νομοθέτης εισάγει το θεσμό της ποινικής διαμεσολάβησης, ο οποίος αποτελεί αντικείμενο χωριστής εισήγησης και θα αναλυθεί διεξοδικά από την κα Μανιώτη, οπότε παρέλκει οποιαδήποτε δική μου αναφορά.

Όσον αφορά τις δικονομικές διατάξεις του νόμου, προβλέπεται ρητώς ότι η ποινική δίωξη για τα εγκλήματα των άρθρων 6, 7, 9 και 10 ασκείται αυτεπαγγέλτως, ενώ επίσης εφαρμόζεται η αυτόφωρη διαδικασία (άρθρα 417 επ. ΚΠΔ). Στο άρθρο 18 ρυθμίζονται τα σχετικά με τους περιοριστικούς όρους που μπορούν να επιβληθούν στον κατηγορούμενο και προβλέπεται ότι σε περίπτωση διαπράξεως εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας είναι δυνατόν, αν υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες κρίνεται απαραίτητο για την προστασία της σωματικής και ψυχικής υγείας του θύματος, να επιβληθεί στον κατηγορούμενο, για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται, ο περιοριστικός όρος της απομακρύνσεως του από το καθημερινό περιβάλλον του ανηλίκου. Επισημαίνεται ότι η συγκεκριμένη διάταξη προβλέπεται στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας και είναι παντελώς διάφορη σε σχέση με το σχετικό ασφαλιστικό μέτρο του άρθρου 735 ΚΠολΔ, το οποίο συνιστά προσωρινή δικαστική προστασία στο πλαίσιο επιλύσεως της σχετικής αστικής διαφοράς.

Περαιτέρω, ο νομοθέτης, στην προσπάθειά του να προστατεύσει σε δεύτερο χρόνο τα μέλη της οικογένειας, προβλέπει στο άρθρο 19 ότι σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας, τα μέλη της οικογένειας εξετάζονται ως μάρτυρες χωρίς όρκο, ενώ οι ανήλικοι δεν κλητεύονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο, κατά την εκδίκαση των εν λόγω υποθέσεων, αλλά αναγιγνώσκεται η κατάθεσή τους, εφόσον υπάρχει, εκτός εάν η εξέτασή τους κριθεί αναγκαία από το δικαστήριο.

Στη συνέχεια, το άρθρο 20 προβλέπει ότι σε περίπτωση διαπράξεως εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας, οι αρμόδιες αστυνομικές αρχές που διενεργούν προανάκριση, σύμφωνα με τον ΚΠοινΔ, απαγορεύεται να ανακοινώνουν με οποιονδήποτε τρόπο το ονοματεπώνυμο του θύματος και του κατηγορουμένου, τη διεύθυνση κατοικίας τους, καθώς και οποιαδήποτε άλλα στοιχεία είναι δυνατόν να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους.

Το τελευταίο κεφάλαιο του εν λόγω νόμου, προβλέπει τη λήψη μέτρων βοήθειας ως προς τα θύματα εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας. Έτσι, στο άρθρο 21 γίνεται πρόβλεψη για κοινωνική συμπαράσταση των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, η οποία διακρίνεται σε ηθική συμπαράσταση και σε παροχή της αναγκαίας υλικής συνδρομής (η οποία περιλαμβάνει και το ευεργέτημα της πενίας για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων) από νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, που λειτουργούν ειδικά για τους σκοπούς αυτούς υπό την εποπτεία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, και από κοινωνικές υπηρεσίες των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης. Επίσης, οι αστυνομικές αρχές που επιλαμβάνονται, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας υποχρεούνται, εφόσον το ζητήσει το θύμα, να ενημερώσουν αυτό και τους παραπάνω φορείς, ώστε να παρασχεθεί αμέσως η απαραίτητη, κατά περίπτωση, αρωγή. Τέλος, ο νόμος κάνει ρητή και ειδική πρόβλεψη (αν και, τουλάχιστον για τους εκπαιδευτικούς που υπηρετούν σε δημόσια εκπαιδευτήρια υπήρχε ήδη σχετική πρόβλεψη και ειδικότερα το άρθρο 37 παρ. 2 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας), ότι ο εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ο οποίος, κατά την εκτέλεση του εκπαιδευτικού του έργου, με οποιονδήποτε τρόπο πληροφορείται ή διαπιστώνει ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος μαθητή έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας, ενημερώνει, χωρίς καθυστέρηση, τον διευθυντή της σχολικής μονάδας. Ο διευθυντής της σχολικής μονάδας ανακοινώνει αμέσως την αξιόποινη πράξη στον αρμόδιο εισαγγελέα ή στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή. Την ίδια υποχρέωση έχουν οι εκπαιδευτικοί και οι διευθυντές των ιδιωτικών σχολείων, καθώς και οι υπεύθυνοι των πάσης φύσεως Μονάδων Προσχολικής Αγωγής. Παρατηρείται ότι η σχετική υποχρέωση ενημέρωσης του Διευθυντή της σχολικής μονάδας από τον εκπαιδευτικό υπάρχει μόνο όταν αυτός αντιληφθεί κατά την εκτέλεση του εκπαιδευτικού του έργου ότι έχει διαπραχθεί πράξη ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος μαθητή και όχι σε βάρος άλλου μέλους της οικογένειας.

Εκτός όμως από τον ως άνω ν. 3500/2006, εμπεριέχονται στον Ποινικό Κώδικα διάσπαρτες διατάξεις οι οποίες αναφέρονται άμεσα στον ανήλικο ως θύμα πράξεων που προέρχονται από τους κόλπους της οικογενείας του (και πάντοτε υπό την παρατήρηση ότι περιορίζεται η αναφορά μου μόνο στον ανήλικο θύμα ενδοοικογενειακής βίας και όχι γενικά στον ανήλικο ως θύμα ή ως θύτη αξιόποινων πράξεων). Τα σημαντικότερα από αυτά βρίσκονται στο κεφάλαιο με τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και είναι τα εξής:

1) Κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια (Άρθρο 342 παρ. 2 α΄ ΠΚ): στο βασικό άρθρο του 342 ΠΚ, δηλαδή στο αδίκημα κατά το οποίο ο ενήλικος ενεργεί ασελγείς πράξεις με ανήλικο, τον οποίον του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, συνιστά επιβαρυντική περίσταση η τέλεση της πράξης αυτής, μεταξύ άλλων από οικείο κατά την έννοια του άρθρου 13 β ΠΚ, δηλαδή ουσιαστικά από τα μέλη της οικογενείας του.

2) Αιμομιξία (άρθρο 345 ΠΚ), δηλαδή η συνουσία μεταξύ συγγενών εξ αίματος, ανιούσας και κατιούσας γραμμής. Πρόκειται για κατ’ εξοχήν έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας, δεδομένου ότι υποκείμενο μπορεί να είναι εξ ορισμού μόνο συγγενείς εξ αίματος ανιούσης και κατιούσης γραμμής. Το αδίκημα μάλιστα αυτό συρρέει αληθινά με το αδίκημα του βιασμού, διότι με μία πράξη προσβάλλονται διάφορα έννομα αγαθά. Μάλιστα, σύμφωνα με το άρθρο 304 παρ. 4 περ. δ, το θύμα ενδοοικογενειακής βίας, το οποίο υπέστη αιμομιξία και εκ της παράνομης αυτής πράξης έμεινε έγκυος, νομίμως, υπό την τήρηση και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, προβαίνει σε τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης

3) Στο αδίκημα της πορνογραφίας ανηλίκων (348 Α ΠΚ), προβλέπεται στην παράγραφο 4γ ότι αν ο δράστης του εγκλήματος είναι οικείος, συνιστά επιβαρυντική περίπτωση.

4) Στο αδίκημα της μαστροπείας (349 ΠΚ) δηλαδή της προαγωγής ή εξώθησης στην πορνεία ανηλίκου ή της υπόθαλψης ή του εξαναγκασμού ή διευκόλυνσης ή συμμετοχής στην πορνεία ανηλίκων, συνιστά επιβαρυντική περίπτωση η τέλεσή του από τον ανιόντα συγγενή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας ή από θετό γονέα, σύζυγο, επίτροπο ή από άλλον στον οποίο έχουν εμπιστευθεί τον ανήλικο για ανατροφή, διδασκαλία, επίβλεψη ή φύλαξη, έστω και προσωρινή (349 παρ. 2 εδ. α΄).

Περαιτέρω, αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας αποτελούν: α) η παιδοκτονία (άρθρο 303 ΠΚ), δηλαδή η με πρόθεση θανάτωση του τέκνου από τη μητέρα κατά τον τοκετό ή μετά τον τοκετό και ενόσω εξακολουθούσε η διατάραξη του οργανισμού της εξαιτίας του τοκετού, β) η αρπαγή ανηλίκου (άρθρο 324 ΠΚ). Στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει να σημειωθεί ότι δράστης του εγκλήματος μπορεί να είναι και ο μη έχων την επιμέλεια γονέας ή άλλο μέλος της οικογένειάς του ανηλίκου, ωστόσο η ύπαρξη της ιδιότητας του ανιόντος συνιστά, ίσως για μοναδική φορά, περίπτωση ευνοϊκής μεταχείρισης για το δράστη του εγκλήματος κατά ανηλίκου, καθώς εάν υπάρξει αρπαγή ανηλίκου κάτω των δεκατεσσάρων ετών από ανιόντα (γονέα ή παππού – γιαγιά), ο χαρακτήρας της πράξης δεν είναι κακουργηματικός, αλλά πλημμεληματικός. γ) Η παραμέληση της εποπτείας ανηλίκου (άρθρο 360 ΠΚ) δ) Η παραμέληση αποτροπής από Επαιτεία ή αλητεία (άρθρο 409 ΠΚ) ε) Τέλος, ευρύτατες δυνατότητες στον ποινικό δικαστή δίδει το άρθρο 312 ΠΚ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το ν. 4322/2015, με τον τίτλο «Πρόκληση βλάβης με συνεχή σκληρή συμπεριφορά». Με το άρθρο αυτό τιμωρείται, αν δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης αξιόποινης πράξης, όποιος με συνεχή σκληρή συμπεριφορά προξενεί σε τρίτον σωματική κάκωση ή άλλη βλάβη της σωματικής ή ψυχικής υγείας. Αν μάλιστα το θύμα είναι ανήλικος, αν δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης αξιόποινης πράξης, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος με συστηματική παραμέληση των υποχρεώσεών του προς τα προαναφερόμενα πρόσωπα γίνεται υπαίτιος να πάθουν σωματική κάκωση ή βλάβη της σωματικής ή ψυχικής τους υγείας. Το άρθρο αυτό έρχεται να προστεθεί στο όλο πλέγμα νομικών διατάξεων που προστατεύουν τους ανήλικους από περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας και καλύπτει όλες τις περιπτώσεις που δεν μπορούν να ενταχθούν στη νομοτυπική μορφή των προαναφερθεισών διατάξεων.

Τέλος, από πλευράς δικονομικών διατάξεων που άπτονται του θέματός μας, αξίζουν να αναφερθούν το άρθρο 108 Α ΚΠΔ, το οποίο δίδει στον ανήλικο θύμα προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας τα δικαιώματα που προβλέπονται από τα άρθρα 101, 104 και 105 και αν ακόμη δεν παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων, καθώς και το δικαίωμα ενημέρωσης από τον αρμόδιο εισαγγελέα εκτέλεσης ποινών για την προσωρινή ή οριστική απόλυση του υπαιτίου, καθώς και για τις άδειες εξόδου από το κατάστημα κράτησης, το άρθρο 226 Α ΚΠΔ, το οποίο καθορίζει τον τρόπο εξέτασης του ανήλικου μάρτυρα θύματος προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας, το άρθρο 253 Α ΚΠΔ που προβλέπει τον τρόπο διενέργειας ανακριτικών πράξεων που αφορούν ανηλίκους θύματα αξιόποινων πράξεων και το 330 ΚΠΔ, δηλαδή τη συζήτηση των υποθέσεων κεκλεισμένων των θυρών.

Κλείνοντας, θέλω να εκφράσω την άποψη ότι το νομικό πλαίσιο για την προστασία των ανηλίκων θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας είναι επαρκές. Ωστόσο το γεγονός αυτό από μόνο του δεν αρκεί για την εξάλειψη του φαινομένου της κακοποίησης ανηλίκων εντός της οικογένειας, φαινόμενο που δυστυχώς βρίσκεται σε έξαρση τα τελευταία χρόνια. Το νομικό πλαίσιο είναι το όργανο για την εξάλειψη ή έστω τον περιορισμό του φαινομένου, κάτι το οποίο απαιτεί περαιτέρω τη συνεργασία της επίσημης Πολιτείας, των ειδικών επιστημόνων, αλλά επιπλέον του καθενός από εμάς, ως μέλη της κοινωνίας που βάλλεται από ένα τέτοιο φαινόμενο. Γιατί τελικά η Πολιτεία δεν διοικείται με την ύπαρξη των νόμων, αλλά με την εφαρμογή τους από όλους μας.

Το παρόν άρθρο αποτελεί εισήγηση του δικηγόρου Ηρακλείου Βασιλάκη Ιωάννη στην ημερίδα που διοργάνωσε την 8-6-2018 η Εισαγγελία Πρωτοδικών Ηρακλείου και ο Δικηγορικός Σύλλογος Ηρακλείου με θέμα “Ο ΑΝΗΛΙΚΟΣ ΩΣ ΘΥΜΑ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΒΙΑΣ”