Απόρριψη της αγωγής κατά συνδίκου δυνάμει της οποίας μέλος της Διοίκησης πτωχής εταιρείας αξίωνε χρηματική ικανοποίηση λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του
Απόρριψη της αγωγής κατά συνδίκου δυνάμει της οποίας μέλος της Διοίκησης πτωχής εταιρείας αξίωνε χρηματική ικανοποίηση λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του: Η εκτέλεση των καθηκόντων του συνδίκου ως λόγος άρσης του άδικου χαρακτήρα των συκοφαντικών ισχυρισμών του. Σύμφωνα με το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να ζητήσει την άρση της προσβολής και τη μη επανάληψή της στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. ΑΚ), δεν αποκλείεται, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος, όπως και της ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, δοθέντος ότι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, περιεχόμενο του οποίου αποτελεί και η προστασία της προσωπικότητάς του, προστατεύεται και από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 και 2 αυτού). Προσβολή προσωπικότητας συνιστούν πράξεις, που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής και επαγγελματικής προσωπικότητάς του, ακόμα και αν αυτές τον καθιστούν απλά ύποπτο, ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, ή άλλων εκφάνσεων της ζωής του. Άλλωστε, από τις προαναφερόμενες νομικές διατάξεις, προκύπτει ότι η προσβολή είναι παράνομη, όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή σε ενάσκηση μικρότερης σπουδαιότητας δικαιώματος ή κάτω από περιστάσεις που καθιστούν καταχρηστική την άσκησή του. Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος, μόνο ως προς την αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, ενώ για την αξίωση χρηματικής, λόγω ηθικής βλάβης, ικανοποίησης, απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας (ΟλΑΠ 812/1980, ΑΠ 1599/2000, ΑΠ 1735/2009). Προσβολή προσωπικότητας με αδικοπραξία πραγματώνεται και με το έγκλημα της προβλεπόμενης από το άρθρο 229 παρ. 1 ΠΚ αξιόποινης πράξεως της ψευδούς καταμηνύσεως, για τη στοιχειοθέτηση της οποίας απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σ’ ένα ή περισσότερα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθεια και να απέβλεπε με αυτή την κίνηση ποινικής ή πειθαρχικής διώξεως εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του αναληθώς εγκαλούντος. Επίσης, η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του Π.Κ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 Π.Κ., όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε, ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Από τις αμέσως ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται : α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου αυτού προσώπου, και γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε, ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, που προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 περ. α - δ’ ΠΚ, το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων, που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ’ και δ’). Ως δικαιολογημένο ενδιαφέρον νοείται η επιδίωξη σκοπού (δημόσιου ή ιδιωτικού, ηθικής ή υλικής φύσεως), ο οποίος αναγνωρίζεται από το δίκαιο ως άξιος προστασίας. Βασική περίπτωση της παρούσας δικαιολογητικής περίπτωσης αποτελεί το ότι η προσβλητική της τιμής εξωτερίκευση να ήταν εύλογη και αναγκαία για την προστασία του συμφέροντος του δράστη, δηλαδή ότι αποτελεί, με βάση τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης, το επιβαλλόμενο και αντικειμενικούς αναγκαίο μέτρο προς διαφύλαξη του δικαιώματος, χωρίς το οποίο η διαφύλαξή του δεν ήταν δυνατή (βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ποινικός Κώδικας, 2003, αρθρ. 367 παρ. 5 με τις εκεί παραπομπές σε θεωρία και νομολογία). Έχει κριθεί ότι δικαιολογημένο ενδιαφέρον υπάρχει, μεταξύ άλλων, και σε περίπτωση αναφοράς στην προϊσταμένη αρχή, αν έγινε με σκοπό έρευνας της καταγγελίας (ΑΠ 843/87 ΠΧ ΛΖ’ 663). Η τελευταία αυτή διάταξη (ΠΚ 367) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57 - 59 και 914 επ. ΑΚ. Επομένως, αιρομένου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων (με την επιφύλαξη, όπως κατωτέρω, της ΠΚ 367 παρ. 2), αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περιπτώσεως του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος (ένσταση), λόγω άρσεως του παρανόμου της προσβολής.
Όπως είναι γνωστό, η πτώχευση είναι μια διαδικασία συλλογικής ικανοποίησης των πιστωτών. Αναλυτικότερα το αρ 1 ΠτΚ ορίζει: «Η πτώχευση αποσκοπεί στη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών» και αυτός είναι ο στόχος της. Βασικός σκοπός της πτώχευσης ως συλλογικού θεσμού είναι η ισότιμη και κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο ικανοποίηση των πτωχευτικών πιστωτών» (βλ. ΟλΑΠ 2/2012 ΝοΒ 2012, 2407, ΕφΘεσ 2551/2006 Αρμ 2006, 1943). Τελολογικά, λοιπόν, όλη η διαδικασία στοχεύει στην αποτελεσματική, ταχεία και μη δαπανηρή ικανοποίηση των πιστωτών. Σε κάθε περίπτωση οι διατάξεις του πτωχευτικού δικαίου τίθενται υπέρ των δανειστών (ΑΠ 1781/2001 ΔΕΕ 2002, 606). Ο σύνδικος έχει όσα δικαιώματα και όσες υποχρεώσεις καθορίζονται ειδικότερα στον πτωχευτικό νόμο για το σκοπό της εξυπηρέτησης του λειτουργήματός του ή απορρέουν από την ομοιότητα της θέσης του ως εντολοδόχου ή προκύπτουν από την ιδιαιτερότητα του δικηγορικού λειτουργήματος (Ψυχομάνης Σ, Πτωχευτικό Δίκαιο, Β΄ έκδοση 2004, σελ. 135). Ο σύνδικος δεν διοικεί ιδία βουλήσει την πτωχευτική περιουσία, καθόσον το Δίκαιο αναγνωρίζει περιορισμένη πτωχευτική αυτοδιοίκηση, τη στιγμή που στο έργο του ο σύνδικος πλαισιώνεται και ελέγχεται για τη δραστηριότητά του από τον Εισηγητή Πτωχεύσεων και το Πτωχευτικό Δικαστήριο. Ο σύνδικος ενεργεί όχι μόνον για το συμφέρον της ομάδας των πιστωτών, αλλά και για το συμφέρον του πτωχού απολαμβάνοντας ιδιόμορφη ουδέτερη θέση σε σχέση με τους πιστωτές και εκείνον που πτώχευσε (Κοτσίρης Λ. Πτωχευτικό Δίκαιο, 8η έκδοση, 2011, σελ. 13). Η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει την περιουσία του οφειλέτη που πτώχευσε κατά τρόπον που αυτή ανήκει σε αυτόν, δηλαδή με τους ίδιους περιορισμούς και επιβαρύνσεις (Κοτσίρης Λ. ο.π. σελ. 265). Η περιουσία δεν ανήκει ούτε στο σύνδικο ούτε στους πιστωτές, αλλά στον οφειλέτη, ενώ ο σύνδικος λειτουργεί ως δημόσιος λειτουργός, ως φορέας της εξουσίας που ο νόμος του απονέμει και έλκει τη νομιμοποίησή του από το δικαστικό διορισμό του (ΕφΑθ 1077/201 ΕφΑΔ 2011, σελ. 663, ΕφΑθ 5924/2004 ΕπισκΕμπΔ 2004, σελ. 790, ΕφΑθ 4670/1994 ΕΕμπΔ 1995, σελ. 301, ΕφΠειρ 317/1994 ΔΕΕ 1995, σελ. 286, ΠΠρΘεσσαλ 10250/2003, Αρμ 2003, σελ. 1323, ΠλημΠειρ 394/2003 ΠοινΔνη 2003, σελ. 1068, ΠλημΤρκ 203/1991, Αρμ 1991, σελ. 1133 και Κοτσίρης Λ. ό.π. σελ. 272). Εξάλλου, το άρθρο 96 § 1 του ΠτΚ ορίζει ότι παρά τη λύση του νομικού προσώπου, με την κήρυξη του σε πτώχευση τα όργανά του διατηρούνται. Συνεπώς, ο σύνδικος της πτώχευσης δεν είναι όργανο της εταιρίας και δεν δύναται να ασκήσει οργανικές αρμοδιότητες ή να υπεισέλθει βάσει του πτωχευτικού δικαίου στην οργανική θέση των οργάνων μιας εμπορικής εταιρίας. Αντιθέτως, ενεργεί ως όργανο της πτώχευσης.
Ο σύνδικος της πτώχευσης δεν ασκεί, διοίκηση και δεν καθίσταται όργανο του Δημοσίου. Κατά, την άσκηση των καθηκόντων, του υπόκειται μόνο στην εποπτεία και την πειθαρχική εξουσία των δικαστικών οργάνων της πτώχευσης, που τον διορίζουν στη συγκεκριμένη θέση. Δηλαδή ό σύνδικος ασκεί μια «κρατικώς συνδεδεμένη δραστηριότητα», η οποία γεννά στο πρόσωπο του ατομική αστική ευθύνη έναντι των μετεχόντων της διαδικασίας της πτώχευσης, χωρίς καμία σχετική υποχρέωση του Δημοσίου. Ο σύνδικος κατά τη δράση του δεν εκπροσωπεί κανέναν πέρα από την ομάδα των πιστωτών, ασκώντας στο όνομα του αρμοδιότητες επί ξένης περιουσίας, συντρέχουσας στο πρόσωπο του απλώς της εξουσίας οργανικής εκπροσώπησης της πτώχευσης και δεσμευόμενος κατά την εν άσκηση της από τους σκοπούς της, που έγκεινται κυρίως στην ισότιμη και καλύτερη δυνατή ικανοποίηση των πιστωτών.
Επιπλέον κατά το άρθρο 80 του ν. 3588/2007 : «1. Έναντι των πιστωτών και του οφειλέτη ο σύνδικος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ευθύνεται για κάθε πταίσμα. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του οφείλει να επιδεικνύει την επιμέλεια του συνετού συνδίκου. Στο ίδιο μέτρο ο σύνδικος ευθύνεται έναντι των ανωτέρω προσώπων και για τις πράξεις τρίτου, στον οποίο χωρίς δικαίωμα ανέθεσε τη διεξαγωγή υπόθεσης της πτωχευτικής διαδικασίας, ενώ, αν είχε το δικαίωμα ανάθεσης, ευθύνεται μόνο για πταίσμα ως προς την επιλογή του τρίτου και ως προς τις οδηγίες που του έδωσε. 2. Έναντι των τρίτων που ζημιώθηκαν από τη δράση του, ο σύνδικος ευθύνεται προσωπικώς μόνο για δόλο ή βαριά αμέλεια … 4. Η ευθύνη του συνδίκου κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών δεν αποκλείεται.». Επιβαλλόμενες υποχρεώσεις ως προς την ομάδα πιστωτών και τον οφειλέτη, των οποίων η παράβαση θα δικαιολογεί αστική ευθύνη του συνδίκου, θα είναι παραβάσεις όπως ιδίως η μη συνέχιση της βιώσιμης επιχείρησης, η μη είσπραξη των απαιτήσεων του οφειλέτη, η εξακολούθηση ζημιογόνου επιχειρηματικής δράσης, η παράλειψη αναγγελθεισών απαιτήσεων, η μη συνετή διαχείριση της πτωχευτικής περιουσίας, η μη κατά το δυνατό μεγιστοποίηση της αξίας της πτωχευτικής περιουσίας, η μη αληθής απεικόνιση των οικονομικών της πτώχευσης κ.α. (Κοτσίρης Λ., Πτωχευτικό δίκαιο 7η έκδ., σελ. 442, αρ. 50).
Κατά το άρθρο 398 του ΠΚ «Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται ο υπαίτιος δόλιας χρεοκοπίας, κατά τους όρους του εμπορικού νόμου και με φυλάκιση το πολύ δύο ετών ο υπαίτιος απλής χρεοκοπίας». Ο Εμπορικός Νόμος στο άρθρο 684 αυτού ορίζει ότι «κηρύσσεται δόλιος χρεοκόπος και τιμωρείται κατά τους ορισμούς του ποινικού νόμου πάς πτωχεύσας έμπορος, όστις ήθελε αποκρύψει τα βιβλία του ή δολίως αφαιρέσει, διαγράψει ή αλλοιώσει το περιεχόμενο αυτών, όστις ήθελεν υπεξαιρέσει ή αποκρύψει μέρος του ενεργητικού του ή δια των βιβλίων ή εγγράφων αυτού είτε δημοσίων είτε ιδιωτικών, ή δια του ισολογισμού του ήθελε δολίως παραστήσει εαυτόν οφειλέτην ποσών μη οφειλομένων …». Η απόκρυψη του ενεργητικού μπορεί να τελεσθεί ποικιλοτρόπως είτε με νομική πράξη, όπως είναι η εικονική απαλλοτρίωση περιουσιακών στοιχείων ή η εικονική εκχώρηση απαιτήσεως ή άλλες ψευδείς δικαιοπραξίες, είτε με υλική πράξη όπως η απόκρυψη με τη φύλαξη κινητού πράγματος σε άγνωστο τόπο. Σε περίπτωση πτωχεύσεως εταιρείας, το επόμενο άρθρο (685) του Εμπορικού Νόμου, ορίζει ότι καταδιώκονται για δόλια χρεοκοπία και τιμωρούνται κατά τους όρους του ποινικού νόμου οι διαχειριστές της εάν, μεταξύ των άλλων σ’ αυτό αναφερομένων περιπτώσεων «δώσωσι αφορμήν εις την πτώχευσιν της εταιρείας εκ δόλου ή συνεπεία δολίων πράξεων». Μεταξύ των δολίων πράξεων περιλαμβάνεται και η απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων από το ενεργητικό της εταιρείας, με τις μορφές που, κατά τα άνω, μπορεί να πραγματοποιηθεί αυτή, αφού και αυτή μπορεί να δώσει αφορμή στην πτώχευση της εταιρείας (ΑΠ 264/2013).
Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ο σύνδικος έχει υποχρέωση να ενεργήσει κάθε πράξη που απαιτείται προς εξασφάλιση της πτωχευτικής περιουσίας με σκοπό την μεγαλύτερη κατά το δυνατό συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών. Επίσης έχει δικαιολογημένο ενδιαφέρον για την επιδίωξη του δημόσιου σκοπού της καταδίκης των υπαίτιων της πτώχευσης. Συγχρόνως όπως έχει κριθεί ο δικηγόρος δεν υπέχει ευθύνη για παραβάσεις που τελεί με τη σύνταξη αγωγών, προτάσεων, μηνύσεων κλπ. που συντάσσει με εντολή του πελάτη, στα πλαίσια της εντολής αυτής, εφόσον μάλιστα δεν γνωρίζει την αναλήθεια όσων εκθέτει και αυτά ήσαν αναγκαία για την υπεράσπιση του εντολέα του (Μαργαρίτης Μ. Ποινικός Κώδικας, 2η έκδ. άρθρο 367 σελ. 1016). Μάλιστα δεν υποχρεούται κάθε φορά να προβαίνει σε έλεγχο της αλήθειας των ισχυρισμών του εντολέα του, ευθύνεται όμως αν γνώριζε την αναλήθεια αυτών που εξέθεσε στις δικαστικές αρχές και πρέπει τα εκτιθέμενα να ήσαν αναγκαία για την υπεράσπιση των συμφερόντων του πελάτη (ΑΠ 1950/2003 ΠΧ ΝΔ 7322, ΑΠ 912/1998 ΝοΒ 1998, 490).
Στην υπόθεση που εξέτασε η με αρ. 505/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, κρίθηκε ότι η κατάθεση του συνδίκου στην Πταισματοδίκη Ηρακλείου έγινε κατ’ εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων του ως συνδίκου της πτωχής εταιρείας αλλά συγχρόνως αποτελούσε εκδήλωση του ενδιαφέροντός του για την εξυπηρέτηση του σκοπού του άρθρου 398 ΠΚ (πρβλ. ΠΠρΘεσσαλ 26767/2013 ΝοΒ 2014, 327, που δέχθηκε ότι συνιστά παραβίαση εκ μέρους του συνδίκου του καθήκοντος αληθείας και καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης, που είχε έναντι του πτωχευτικού δικαστηρίου ως διάδικος και δη με την ιδιότητα του δημόσιου λειτουργού, η παράλειψή του να επικαλεστεί το ιδιότυπο δεδικασμένο σε δίκη ανακοπής για επαλήθευση απαίτησης πιστωτή που δεν αναγγέλθηκε εμπρόθεσμα, γεγονός που συνιστά πλημμελή άσκηση των καθηκόντων του και δικαιολογεί την αντικατάστασή του κατ’ άρθρο 79 εδ. γ ΠτΚ). Τα όσα δε κατέθεσε ενόρκως αποτελούσαν επανάληψη της αγωγής που είχε ασκηθεί από την πτωχή εταιρία πριν την κήρυξή της σε πτώχευση και ο σύνδικος όφειλε να δικάσει (προς εξασφάλιση των ένδικων απαιτήσεών της) και που δίκασε τελικά υπό την ταυτόχρονη ιδιότητά του ως δικηγόρος. Στην δίκη αυτή νομιμοποιήθηκε ως μη δικαιούχος διάδικος (ΑΠ 342/1994 ΔΕΕ 1995, 191) ενεργώντας όπως δέχεται η ελληνική νομολογία ως εκπρόσωπος (ΕφΘεσσαλ 285/1995 Αρμ 1995, 632, ΕφΠειρ 907/1995 ΕΕμπΔ 1996, 679) τόσο της οφειλέτριας - πτωχής εταιρίας ασκώντας αντ’ αυτής όσα δικαιώματα έχει προς το συμφέρον της ομάδας των πιστωτών όσο και της ομάδας των πιστωτών για τη σύμμετρη και δίκαιη ικανοποίησή τους από την πτωχευτική περιουσία (Κοτσίρης Λ. Πτωχευτικό Δίκαιο, 7η έκδ. σελ. 248). Όσα συνεπώς ανέφερε κατά την εκδίκαση της ανωτέρω αγωγής αποτελούσαν απλώς μεταφορά των κρίσεων της πτωχής εταιρείας, την οποία εκπροσωπούσε ως σύνδικος – δικηγόρος, γεγονός που τον απαλλάσσει από την ευθύνη του αφού αγνοούσε την αλήθεια ή μη αυτών. Η ίδια δε η εκδίκαση της αγωγής αφορούσε στην προάσπιση εύλογων συμφερόντων της πτωχής εταιρείας και της ομάδος των πιστωτών δια του νομικώς προβλεπόμενου τρόπου προβολής των αξιώσεων τους, ανεξαρτήτως της βασιμότητας τους (βλ. σχετ. Τηλ. Φιλιππίδης H προστασία δεδικαιολογημένων συμφερόντων επί των εγκλημάτων κατά της τιμής” σελ. 216, lωαν. Μπέκας H διαδοχή συλλογισμών για την κατάφαση ποινικής ευθύνης στα εγκλήματα κατά της τιμής”, Υπερ 6, σελ. 1253). Τούτο έχει αποφασιστική σημασία αφού οι ένορκες καταθέσεις του συνδίκου επανέλαβαν αυτούσιους (πιο περιεκτικά βέβαια) τους αγωγικούς ισχυρισμούς. Το ότι στην κατάθεσή του προέβη ως μάρτυρας δεν αναιρεί τις ανωτέρω διαπιστώσεις αφού τα όσα ανέφερε στην Πταισματοδίκη προήλθαν σε γνώση του ακριβώς υπό την ιδιότητά του ως συνδίκου. Επομένως το διαδικαστικό σχήμα υπό το οποίο εισφέρεται προς δικαστική κρίση η γνώση του, δεν μπορεί να διαφοροποιεί την ευθύνη του. Αντίθετα εξακολουθεί να συντρέχει ο λόγος άρσης του αδίκου του άρθρου 367 περ. γ ΠΚ (σσ : η υπό εξέταση απόφαση έκρινε τα κατατεθειμένα ως αληθή).