Η κατάθεση του δικογράφου της αγωγής ως προϋπόθεση για την γέννηση της αξίωσης δικηγορικής αμοιβής – Η προηγούμενη ενημέρωση του εντολέα αποτελεί προϋπόθεση για την αναζήτηση δικηγορικής αμοιβής με βάση χρονοχρέωση
(α) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 91, 92 παρ. 1, 98 και 100 παρ. 1 του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954 σε συνδυασμό με το άρθρο 5 του ν. 3919/2011, που ίσχυε από την 2.7.2011 μέχρι την 26.09.2013 και εφαρμόζεται εν προκειμένω λόγω του χρόνου γενέσεως των επιδίκων αξιώσεων που αφορούν την αγωγή κατά Δημητρίου Καφά), συνάγεται ότι ο δικηγόρος, ως άμισθος δημόσιος λειτουργός που καθήκον έχει την αντιπροσώπευση και υπεράσπιση των υποθέσεων του εντολέα του ενώπιον κάθε δικαστηρίου και αρχής, δικαιούται να λάβει, εκτός από τη δικαστηριακή ή άλλη δαπάνη και αμοιβή το ύψος της οποίας εάν ειδικώς δεν έχει συμφωνηθεί με τον εντολέα του, δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τα όρια που ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 100 επ. του ίδιου Κώδικα. Υπό την ισχύ του ν.δ. 3026/1954 η αμοιβή του δικηγόρου, ειδικώς για την σύνταξη αγωγής προσδιοριζόταν, κατ` ελάχιστο όριο, σύμφωνα με το άρθρο 100 σε ποσοστό 2 % επί της αξίας του αντικειμένου αυτής, ως κρίσιμος δε χρόνος για τη θεμελίωση του δικαιώματος του δικηγόρου για την απόληψη αμοιβής από τη σύνταξη της αγωγής λαμβάνεται εκείνος της παροχής της σχετικής υπηρεσίας του, αφότου και παράγεται η σχετική αξίωσή του, ανεξαρτήτως εάν μετά τη σύνταξη και την άσκηση της αγωγής, ο εντολέας ανακαλεί την προς τον δικηγόρο εντολή ή αν ματαιωθεί οριστικώς η εκδίκασή της. Το δικαίωμα του δικηγόρου να αξιώσει αμοιβή κατά τις διατάξεις του ν.δ. 3026/1954 (αλλά και των επόμενων νομοθετημάτων που ορίζουν τις νόμιμες δικηγορικές αμοιβές), προϋποθέτει ολοκληρωμένη ενέργεια σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για την οποία προβλέπεται η καταβολή αμοιβής, διότι μόνον αφού τελειωθεί η ενέργεια του δικηγόρου διασφαλίζονται τα συμφέροντα του εντολέα, στην προστασία των οποίων αποβλέπει η ενέργεια αυτή. Θεωρείται δε, ειδικώς ως προς την άσκηση αγωγής, ότι έχει ολοκληρωθεί και τελειωθεί η προς τούτο εντολή του εντολέα πελάτη, από την χρονική στιγμή κατά την οποία ο εντολοδόχος δικηγόρος συντάξει το δικόγραφο της αγωγής και καταθέσει αυτό στην γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται [ΟλΑΠ 14/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1264/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1286/2010 ΝΟΜΟΣ, ΝοΒ 2009, 615, ΝοΒ 2008, 1561, ΑΠ 122/2015, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 862/2015 ΝΟΜΟΣ :«Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 91, 98, 100 επ. και 173 του Κώδικα περί Δικηγόρων προκύπτει ότι το δικαίωμα αμοιβής του δικηγόρου για κάθε παρεχόμενη στον εντολέα τούτου εργασία, στα πλαίσια της γενομένης μεταξύ τους συμφωνίας, προϋποθέτει ολοκληρωμένη ενέργεια σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για την οποία προβλέπεται αμοιβή, ειδικότερα δε για τη σύνταξη αγωγής και προτάσεων απαιτείται, πέραν της διατυπώσεως του περιεχομένου τους, η υπογραφή και η κατάθεση τους, δια των οποίων πράξεων και μόνον ολοκληρώνεται, σε εκτέλεση της παρασχεθείσας στο δικηγόρο εντολής, η ενέργεια για την οποία αφορά η αμοιβή αυτού και εξασφαλίζονται τα συμφέροντα του εντολέα, στην προστασία των οποίων αποβλέπει η ενέργεια αυτή (ΟλΑΠ 9/2008, 14/2008)»], χωρίς να είναι αναγκαίο να επακολουθήσει, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 215 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. και επίδοση αυτής στον εναγόμενο για να επέλθουν τα εκ του άρθρου 221 παρ. 1 του ίδιου κώδικα αποτελέσματα της εκκρεμοδικίας, του αμεταβλήτου της δικαιοδοσίας και αρμοδιότητος και της προτίμησης (έτσι και η ΑΠ 1031/2008, Αθανάσιος Βαρυμποπιώτης, Κώδικας περί Δικηγόρων, Ε΄ έκδ., άρθρο 100 σελ. 231 : «Κατ’ άρθρο 215 §1 Κ.Πολ.Δικ. η αγωγή ασκείται δια καταθέσεως δικογράφου παρά τη γραμματεία του δικαστηρίου εις το οποίο απευθύνεται και δι’ επιδόσεως αντιγράφου αυτής προς τον εναγόμενο. Από τη διάταξη αυτή δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η αξίωση του δικηγόρου για αμοιβή προϋποθέτει άσκηση αγωγής κατά τον ως άνω τρόπο, και δεν αρκεί απλώς η σύνταξη του δικογράφου, όπως θα μπορούσε να υποληφθή από τη διατύπωση του άρθρου 100 §1 εδ. α΄ Δικ. Κώδικος»). Η ίδια ακριβώς ερμηνεία εφαρμόζεται και στο πεδίο των προτάσεων, όπου η ολοκλήρωση της εκτέλεσης της παρασχεθείσας στον δικηγόρο εντολής θεωρείται ότι συντελείται όχι απλώς με την διατύπωση του περιεχομένου και την υπογραφή των προτάσεων αλλά μόνο εφόσον επακολουθήσει και η κατάθεσή τους (ΑΠ 2/1008 ΕΠολΔ 2008, 491, ΑΠ 49/2009 ΝοΒ 2009, 1169, ΑΠ 837/2003 ΕλλΔνη 2004, 119). Επιβεβαιώνεται δε και από την πάγια νομολογιακή θέση ότι η παραγραφή της αξίωσης δικηγορικής αμοιβής αρχίζει από το τέλος του έτους κατά το οποίο διενεργήθηκε η τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου για την έναρξη, τη συνέχιση ή την αποπεράτωση της δίκης (ΑΠ 53/2002 ΝΟΜΟΣ). Η σύνταξη όμως της αγωγής δεν αποτελεί διαδικαστική πράξη. Συνεπώς δεν μπορεί να θεμελιώνει αξίωση αμοιβής διότι διαφορετικά αυτή θα παρέμενε απαράγραπτη.
Η ανωτέρω παραδοχή ενισχύεται και από την ερμηνεία των άρθρων 91, 92 παρ.1, 98 και 100 παρ.1 του Κώδικα Περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/ 1954) σύμφωνα με την οποία για τον καθορισμό του ελάχιστου ορίου της αμοιβής του δικηγόρου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική αξία, την οποία έχει το αντικείμενο της αγωγής κατά το χρόνο της άσκησής της ή, εάν επακολουθήσει συζήτηση αυτής, κατά το χρόνο της πρώτης στο ακροατήριο συζήτησής της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και όχι κατά το χρόνο της παροχής της σχετικής υπηρεσίας από το δικηγόρο (ΑΠ 1264/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 122/2015 ΝΟΜΟΣ). Και τούτο, διότι κατά το χρόνο αυτό διαμορφώνεται τελικά, σύμφωνα με το άρθρο 224 Κ.Πολ.Δ., το αντικείμενο της αγωγής και συνεπώς, οι προϋποθέσεις του προσδιορισμού της αξίας αυτού (ΑΠ 16/2013). Εκ τούτου συνάγεται ευχερώς ότι η κατάθεση της αγωγής στο δικαστήριο αποτελεί προϋπόθεση για την γέννηση της αξίωσης περί αμοιβής του δικηγόρου με βάση το άρθρο 100 του ν.δ. 3026/1954, διότι διαφορετικά δεν αποκρυσταλλώνεται ο χρόνος προσδιορισμού του αντικείμενου της αγωγής.
Η κατάθεση του δικογράφου ενώπιον της αρμόδιας δικαστικής αρχής εξακολουθεί να αποτελεί προϋπόθεση για την γέννηση της αξίωσης του δικηγόρου προς λήψη νόμιμης αμοιβής και υπό την ισχύ του νέου Κώδικα Δικηγόρων (ν . 4194/2013) (Π. Γιαννόπουλος, Η δικηγορική αμοιβή, 2016, σελ. 235).
(β) Σύμφωνα με το άρθρο 59 παρ. 3 του ν. 4194/2013 (αμοιβή βάσει ωριαίας απασχόλησης) το οποίο ορίζει επί λέξει : «Σε περίπτωση έλλειψης έγγραφης συμφωνίας, η αμοιβή του δικηγόρου, για δικαστικές ή εξώδικες εργασίες, πράξεις ή απασχολήσεις, δύναται να προσδιορίζεται με βάση την ωριαία απασχόληση του δικηγόρου, όπως αυτή αναφέρεται στο Παράρτημα Ι του Κώδικα.». Το άρθρο αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις αντίστοιχες ρυθμίσεις των άρθρων 58 παρ. 3-4 κατά τις οποίες σε περίπτωση έλλειψης έγγραφης συμφωνίας οι δικηγορικές αμοιβές προσδιορίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 61 επ. και το Παράρτημα Ι, αλλά και την παρ. 2 του άρθρου 59 σύμφωνα με την οποία δεν είναι νοητή η εφαρμογή του συστήματος της χρονοχρέωσης χωρίς προηγούμενη γνωστοποίηση της ωριαίας χρέωσης του δικηγόρου προς τον εντολέα. Προς άρση της σύγκρουσης υποστηρίζεται η ερμηνευτική περιστολή του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 59 παρ. 3 καταλαμβάνοντας την επιδικαστέα δικηγορική αμοιβή για εργασίες του δικηγόρου οι οποίες δεν καταλαμβάνονται από άλλες ειδικότερες ρυθμίσεις του Παραρτήματος Ι ή των άρθρων 61 επ. Αντίθετα όταν η ανατεθείσα εργασία είναι δικαστικού περιεχομένου και ρυθμίζεται στο Παράρτημα Ι ή τα άρθρα 63 επ., η προβλεπόμενη εκεί αμοιβή πρέπει να γίνει δεκτό ότι καταλαμβάνει και την ενδεχόμενη προπαρασκευαστική εργασία του δικηγόρου για την εκτέλεσή της, π.χ. τη μελέτη βιβλιογραφίας, νομολογίας και του φακέλου της δικογραφίας (Π. Γιαννόπουλος, όπ.π. σελ. 180, ομοίως υπό το προισχύσαν δίκαιο ΕλΣυν 8/2012 ΕΔΔΔΔ 2012, 454). Συνεπώς στο μέτρο που η δικηγορική αμοιβή για την κάποια διαδικαστική πράξη καθορίζεται ρητά στο Παράρτημα Ι (Α περ. ιδ΄) του ν. 4194/2013 είναι σαφές πως η αξίωση του δικηγόρου δεν μπορεί να βρει νομικό έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 59 παρ. 3 όταν δεν υπάρχει συμφωνία με τον εντολέα για προσδιορισμό της αμοιβής του με βάση την ωριαία απασχόλησή του.
Υπό το πρίσμα αυτό η με αρ. 889/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου απέρριψε το αίτημα για καταβολή αμοιβής του δικηγόρου με χρονοχρέωση καθότι ουδεμία μνεία γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο περί ενημέρωσης του εντολέα του για την ως άνω ωριαία αμοιβή του δεδομένου ότι η ενημέρωση του εντολέα - εναγόμενου για την ωριαία αμοιβή του δικηγόρου - ενάγοντα είναι υποχρεωτική για την αναζήτηση του ποσού αυτού.